Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Στο Εργαστήρι του Συγγραφέα


Για τον Χορό της μέλισσας (εκδ. Κέδρος)




           Υπάρχει ένα σημείο που πρέπει να ξεπεράσεις, αν θέλεις να βρεθείς στην άλλη όχθη, λέει ένας κεντρικός ήρωας στον Χορό της μέλισσας. Σίγουρα δεν πρόκειται για τη φράση κλειδί του μυθιστορήματος, αυτή δηλαδή που να μπορεί να αποκαλύψει τον δολοφόνο του Αλέξανδρου Χρηστίδη, στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη, που έχει ξαμοληθεί, ίδιο πεινασμένο λαγωνικό, μέσα στην κυψέλη του κέντρου της Θεσσαλονίκης, για να τον βρει. Πρόκειται όμως για τη φράση που ξεκλείδωσε την έμπνευση του συγγραφέα, για να γραφτεί το δεύτερο νουάρ μυθιστόρημα μου ως μια ακόμα προσπάθεια να καταλάβω τον εαυτό μου, την εποχή μου και συνεπώς και επικοινωνήσω με τους συνανθρώπους μου.
  Το γεγονός που δίνει κίνηση στην αφήγηση είναι η δολοφονία του Αλέξανδρου Χρηστίδη, σημαίνοντος μέλους της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Δραστηριοποιήθηκε ως πολιτικός μηχανικός στην επαγγελματική του ζωή, έχοντας αναπτύξει αντιστασιακή δράση στα φοιτητικά του χρόνια τον καιρό της δικτατορίας, ενώ ξεχώρισε ως δημοτικός σύμβουλος στη μεταπολίτευση με πρωτοποριακή παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκησης. Η χήρα του Αλέξανδρου Χρηστίδη, Δέσποινα Καμπαξή, αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη, τη διαλεύκανση της δολοφονίας του συζύγου της.
Ο ντετέκτιβ έχει μόλις εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, έχοντας ανοίξει γραφείο ιδιωτικών ερευνών, και παρόλο που έχει κανονίσει διακοπές με την καλή του, αναλαμβάνει την υπόθεση. Αρχικά ο Πέτρος Ριβέρης εστιάζει τις έρευνες του στο περιβάλλον του νεκρού, το περιβάλλον της μεσοαστικής Θεσσαλονίκης, όπου τα πάντα δείχνουν ήσυχα, όπως η θάλασσα πριν τη φουρτούνα. Το περιβάλλον του Αλέξανδρου Χρηστίδη, αποτελείται από ανθρώπους που ενηλικιώθηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Συντηρητικοί και προοδευτικοί baby boomers, καταξιωμένοι στον εργασιακό τους χώρο, λιγότερο ή περισσότερο ευτυχείς οικογενειάρχες, που αρνούνται να δούνε και να αποδεχτούν το μερίδιο ευθύνης που φέρουν για την εκτροπή της Ελλάδας στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Όλοι εκτός από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Χρηστίδη, που ξεχωριστός καθώς ήταν, όπως το σημάδι στον πάγο, υποστήριξε με τόλμη και ρομαντισμό, στη δύση της καριέρας του, τις δομές της κοινωνικής οικονομίας που δημιουργήθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης. Και τελικά βρήκε τον θάνατο στο κτήμα του στο Ποσείδι της Χαλκιδικής, τη μέρα που γιόρταζε το εφάπαξ με τους φίλους του, και την ώρα που βόλταρε ανάμεσα στα αγαπημένα του λιόδεντρα.
Όμως όταν ένας άγνωστος προειδοποιεί τον ιδιωτικό ντετέκτιβ με τον δικό του τρόπο, ότι η αλήθεια τον περιμένει σε κάποιες γωνίες του κέντρου της πόλης, αυτός με τη σειρά του αρχίζει και ψάχνει τα κείμενα που έχουν αφεθεί σε αυτές τις γωνίες που αν ενωθούν μεταξύ τους σχηματίζουν μια πολεοδομική κυψέλη. Και επιλέγοντας αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο έρευνας, κόντρα στις κατεστημένες μορφές ανακριτικής έρευνας, ο Ριβέρης περνάει απέναντι στην άλλη όχθη.
            Από τη μια πλευρά υπάρχει η πραγματικότητα αδυσώπητη και κανονική, σαν τον φόνο του Αλέξανδρου Χρηστίδη από ένα χέρι που, πρώτα του πετάει περιφρονητικά ένα σμάρι μέλισσες οι οποίες τον τσιμπάνε προκαλώντας του αλλεργικό σοκ, και στην συνέχεια τον σκοτώνει στο ξύλο. Και από την άλλη, υπάρχει η αλήθεια, σκοτεινή, πικρή μα τόσο ζωτική, σαν τον πόνο που κρύβεται μέσα στα κείμενα που ο Πέτρος Ριβέρης τρέχει να βρει στην καρδιά της μεγαλούπολης, πριν αυτά χαθούν μέσα στο χάος των σύγχρονων μεσογειακών κοινωνιών. Το χάος που ξέρει να προκαλεί την μοναδική ισορροπία που μπορεί να υπάρξει, όταν διαφορετικές δυνάμεις αντιμάχονται μεταξύ τους, και όπως έχει εύστοχα γραφεί, το τελικό αποτέλεσμα, στην ολιστική μορφή του, είναι κάτι που δεν το θέλησε ποτέ κανείς.
Δεν το ξέρεις πως η αλήθεια και η πραγματικότητα έχουν διαφορές μεταξύ τους; του λέει γελώντας ένας άλλος ήρωας του Χορού της μέλισσας, λίγο πριν ο ντετέκτιβ ξεδιπλώσει τον καλά κρυμμένο μίτο που έχει τυλιχθεί στους  λαβυρίνθους της Θεσσαλονίκης.
            Προκειμένου να γεφυρώσω το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την πολυδιάστατη αλήθεια της, επέλεξα να εναλλάσσω την τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση αντανακλά την προσπάθεια του Πέτρου Ριβέρη να βρει τι ήταν εκείνο που πήρε τη ζωή του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Προσμετρά τα διαλεκτικά άλματα που επιχειρεί η νουάρ αφήγηση για να εναρμονιστεί με την Ιστορία. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ξετυλίγει την ιστορία μιας παρέας νεαρών, οι ζωές των οποίων στιγματίστηκαν και έσμιξαν μέσα από έναν εξίσου τραγικό θάνατο. Οι ιστορίες που αφηγούνται οι συνομήλικοι του ιδιωτικού ντετέκτιβ, στα κείμενα που αυτός λαμβάνει, προσπαθούν να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν ανάμεσα στο προσωπικό, το πολιτικό, το κοινωνικό και φυσικά στο πολιτισμικό στοιχείο.
            Όλο αυτό το μορφολογικό αφηγηματικό σχήμα, εμπεριέχει την καλλιτεχνική μου προσπάθεια, να δέσει το νουάρ μυθιστόρημα με τη νεωτερική αφήγηση. Οι έρευνες του Πέτρου Ριβέρη, υπαγορεύονται από μια αυστηρή δωρικότητα - έστω με έναν μεσογειακό τρόπο - ενώ τα κείμενα που λαμβάνει διέπονται από την  αλέγκρα διάθεση που έχει κάθε  ιώνια ψυχή που σέβεται τον εαυτό της, που ξέρει να ζει και που έχει μάθει πως συχνά το να αναπνέεις είναι ταυτόσημο του να πονάς. Συνιστά βαθειά πεποίθηση μου, ότι το νουάρ μυθιστόρημα, και ειδικότερα στη μεσογειακή έκφανση του, είναι εκείνο το είδος που μπορεί να λάβει εύκολα στοιχεία και από αλλού καθότι οι μεσογειακές ρέουσες γλώσσες μιλούν για τις πολύμορφες ζωές πολύ πιο άμεσα.
            Το νουάρ μεσογειακό μυθιστόρημα, προσδίδει βαρύτητα στο γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και όχι ποιος το τέλεσε και με ποιον τρόπο.
            Όλα αυτά σε επίπεδο μορφής. Σε επίπεδο περιεχομένου, η περίοδος της αφήγησης καλύπτει τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, και σχεδόν ολόκληρο τον Σεπτέμβρη του 2014. Το θέατρο της αφήγησης εξαντλείται στο πυρίκαυστο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με εξαίρεση δυο εξορμήσεις του Ριβέρη στην ενδοχώρα: μία στο Ποσείδι Χαλκιδικής για να επισκεφτεί τον χώρο δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη και να έχει πιο άμεση άποψη επί του γεγονότος,  και μία στα βουνά του Λαγκαδά, για να μιλήσει με έναν φίλο του νεκρού. Με δυο λόγια, κάποιος θα μπορούσε να πει, ότι η Θεσσαλονίκη, μάλλον η πιο μεσογειακή πόλη της χώρας, είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια του έργου. Μια νύφη που κρύβει πολλά μυστικά κάτω από τα χρυσοποίκιλτα ιστορικά πέπλα της.
            Για όσους και όσες το γνωρίζουν και το έχουν διασχίσει, το κέντρο της Θεσσαλονίκης συνιστά ένα πεδίο προσβάσιμο για τον διαβάτη, τόσο λόγω της καλοσχεδιασμένης πολεοδομίας - ας όψεται το ημιτελές στην εκτέλεση του, αριστουργηματικό σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης από τον Ερνέστο Εμπράρ- όσο και λόγω της άμεσης προοπτικής εξόδου στη νέα παραλία, όπου η όψη της πόλης διεγείρει τόσο τις αισθήσεις όσο και τις υπόλοιπες πηγές γνώσης. Το κέντρο λοιπόν της μεσογειακής μεγαλούπολης, εκεί που τα δίκτυα που σχηματίζουν οι άνθρωποι, οι ιστορίες και τα μυστικά τους, απλώνονται ανάμεσα στα κτίρια, στους δρόμους και στα μνημεία της πολύκροτης ιστορίας της, προσφέρει το δικό του νόημα στην ιστορία που αφηγούμαι.
            Μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ξεδιπλώνεται η ιστορία του Χορού της μέλισσας, μια ιστορία που προσπαθεί να καταλάβει την Ελλάδα της κρίσης και ξεκινά μερικά χρόνια πιο πριν, ερευνώντας με τον δικό της τρόπο την Ελλάδα της φούσκας. Αν και προσωπικά πιστεύω, ότι οι απαρχές κάθε ιστορίας πηγαίνουν τόσο πίσω στον φθαρμένο χρόνο, όσο πίσω μπορεί να πάει και το αίμα που κυλάει στις φλέβες μας.
            Υπάρχει η ποίηση που αγαπώ, η ποίηση των δρόμων, η ποίηση που εύστοχα έχει χαρακτηριστεί από τον καθηγητή Βασίλη Λαμπρόπουλο, ως η ποίηση της αριστερής μελαγχολίας. Υπάρχει η κριτική θεωρία που έχει διαμορφώσει τόσο εμένα όσο και τον Πέτρο Ριβέρη, και εκκινεί από τον Φροϋντ, κάνει μια μεγάλη στάση στην Σχολή της Φρανκφούρτης και στους επιγόνους της, ενώ σταματά στην πολιτική οικονομία του ύστερου καπιταλισμού,  δηλαδή τη δυναμική έρευνα που μελετά τον νεοφιλελευθερισμό ως μια πρώτη μεγάλη στάση του νεοφασισμού.
            Και βέβαια υπάρχει η μουσική που τόσο συγκινεί τον ντετέκτιβ μου, και τον ωθεί να ψάξει με δροσερό το πνεύμα του από μεροληψίες και προκαταλήψεις. Τα τέσσερα βασικά τραγούδια που «ακούγονται» στον Χορό της μέλισσας, δηλαδή το Πίσω από τα καθημερινά από την Αφροδίτη Μάνου (βασισμένο στους στίχους του πονήματος του Γιάννη Κοντού), το Endless Sleeper των Raveonettes, το Suburban War των Arcade Fire και το Something must break των Joy Division, συνιστούν τον καλλιτεχνικό σκελετό της κυψέλης του. Και αυτό διότι τα προαναφερόμενα τραγούδια δένουν το περιεχόμενο των στίχων τους, που πολλά έχουν να πουν, με τη μορφή των μελωδιών και των τέμπο τους.
            Τέλος υπάρχει η φιλία, ως αναγκαία και ικανή συνθήκη διαμόρφωσης των ανθρώπινων σχέσεων, ως κατάσταση συνενοχής της ανθρώπινης κατάστασης με την κοινωνικοπολιτική επιλογή, και κατά επέκταση των όρων σύνθεσης και ανακατάταξης της εξουσίας.  Η φιλία που εισπνέεται ως αόρατη μα ουσιώδης ουσία, από το πνεύμα των τυχερών που την έχουν αποκτήσει, είναι το βασικό στοιχείο κατανόησης της ιστορίας που κατάφερα να αφηγηθώ και σε τελική ανάλυση το βασικό συστατικό συγγραφής της. 


Δημοσιεύτηκε στο Fractal art στις 9 Απριλίου 2019