Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

 

Πάνος Ιωαννίδης
Η άλλη πλευρά της συνενοχής

Κόντευε πεντέμισι. Ο χλομός ήλιος που έδυε ήταν το σινιάλο για να ξεκινήσει ο Πέτρος Ριβέρης την καθημερινή απογευματινή του βόλτα. Πριν βγει, συμπλήρωσε μουρμουρίζοντας το έντυπο εξόδου, νιώθοντας ότι παίρνει άδεια από μια φυλακή που δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμα.

Χαιρέτησε την Αύρα, στέλνοντάς της ένα αέρινο φιλί. Η συμβία του συμμετείχε σε μια τηλεδιάσκεψη με τους φοιτητές της, του μαθήματος επιλογής Γραμματολογία και Κινηματογράφος. Θέμα ανάλυσης της σημερινής τηλεδιάλεξης, απ’ ό,τι είχε πάρει το αυτί του, ήταν η ταινία «Πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται», που όλη η τάξη είχε παρακολουθήσει παρέα πριν από την καραντίνα.

Εξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί για αποφυγή της μαζικής εξάπλωσης του κορονοϊού απέτρεπαν τον κόσμο να ξεμυτίσει. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης έδειχνε πιο έρημο στα μάτια του απ’ όσο ήταν πραγματικά. Το μελαγχολικό βλέμμα του ντετέκτιβ τράβηξαν τα άδεια καταστήματα, τα ημιθανή περίπτερα και οι φουλαρισμένες θέσεις πάρκινγκ. Αδιαφόρησε για τη χλιαρή κίνηση της Τσιμισκή και τους ελεύθερους πολιορκημένους σαν του λόγου του, που είχαν βγει έξω από ανάγκη ή από επιθυμία.

Πήρε να ανηφορίζει και σε ένα τέταρτο είχε φτάσει στο Κουλέ Καφέ. Ενα ρίγος που ξεκίνησε από τα σπλάχνα και έφτασε μέχρι το λαιμό του, του θύμισε ότι κάπου, κάπως, κάποτε, εδώ βρισκόταν η κατάληψη της Βίλας Βαρβάρα. Σταμάτησε για λίγο και έγινε ένα με το χώρο. Μετά άφησε τον άνεμο της νοσταλγίας να φυσάει στα λημέρια του παλιού καιρού και συνέχισε την ανάβαση με τελικό προορισμό τη Μονή Λατόμου του Οσιου Δαυίδ, που πολύ του άρεσε η αρχιτεκτονική της.




Είχε διασχίσει την αγαπημένη του Επιμενίδου και έχοντας μόλις στρίψει στο καλντερίμι της Μπουμπουλίνας, κοντοστάθηκε. Ενας ηλικιωμένος άντρας που βρισκόταν πίσω από μια κλειστή μπαλκονόπορτα, του ένευσε ότι θέλει να του μιλήσει. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.

Κοίταξε τον παππού και έδειξε με τον δεξί του δείκτη τον εαυτό του.

– Ναι, εσένα λέω, αποκρίθηκε αυτός, και βγήκε στο μπαλκόνι.

Ηταν μια τριώροφη πολυκατοικία, μακεδονικού ρυθμού, από εκείνες που ομορφαίνουν την Ανω Πόλη, φανερώνοντας την οικιστική λαογραφική αισθητική της.

– Τι θέλεις;

– Να σου δείξω κάτι. Κόπιασε.

Ο Πέτρος παραξενεύτηκε. Μόνο στα φοιτητικά του χρόνια είχε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, που συνήθως ήταν σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Ηθελε να συνεχίσει τη βόλτα, αλλά το λαγωνικό μέσα του είχε ξυπνήσει για τα καλά.

– Τι είναι αυτό που θέλεις να δω;

– Ενα βίντεο που τράβηξα με το κινητό μου. Μου το πήραν τα εγγονάκια μου δώρο, είπε, βγάζοντας ένα smartphone από την τσέπη της ρόμπας του και κραδαίνοντάς το στον αέρα. Νόμιζα ότι είναι δύσκολο, αλλά είναι παιχνιδάκι στο χειρισμό, συμπλήρωσε, φτάνοντας μέχρι την κουπαστή του μπαλκονιού.

Η κοινή λογική που έχει χτιστεί μέσα σε κάθε ενήλικα, από τα δομικά υλικά του βιοπορισμού, έλεγε ότι ο μπάρμπας λάλησε από τον εγκλεισμό και ήθελε να του δείξει καμιά τσόντα του συρμού. Ο αιώνιος έφηβος που άνθιζε μέσα στον Πέτρο Ριβέρη φώναζε ότι όλο αυτό μπορεί να είναι κάτι πολύ ανθρώπινο και άξιζε μια ευκαιρία.

– Φέρε το κινητό να δω. Ή βάλτο πίσω από τα κάγκελα.

Εγινε το δεύτερο, γιατί ο παππούς φοβόταν μην του κλέψουν το καινούργιο του παιχνίδι. Το στερέωσε πάνω σε ένα ζευγάρι καλοκαιρινές παντόφλες που βρισκόταν σε χειμερία νάρκη και το βίντεο ξεκίνησε να παίζει.

Διακρινόταν το σαλόνι ενός διαμερίσματος και ένα ζευγάρι που τσακωνόταν.

«Βρομιάρα! Τεμπέλα! Θα σε λιώσω σκρόφα. Κακορίζικη να ’σαι!»

Τα βδελυρά λόγια του άντρα έγιναν πράξη με ένα χαστούκι σε κάθε μάγουλο της γυναίκας και μια κλοτσιά που την αποτελείωσε, πετώντας την στο πάτωμα. Στο κατώφλι του σαλονιού, δυο παιδάκια κοιτούσαν κλαίγοντας και τσιρίζοντας.

Το βίντεο τέλειωσε, αλλά τον ντετέκτιβ τον έπιασε σφάχτης. Ηθελε να φύγει, αλλά όφειλε να μείνει.

– Τι είναι αυτό που μου έδειξες;

– Είναι από τους απέναντι, παιδί μου. Ενα ζευγάρι με δυο μικρά παιδιά. Τους βλέπω από τον ακάλυπτο. Τη χτυπάει αλύπητα ο αλήτης, ο αχρείος.

– Πριν την καραντίνα την έδερνε;

Ο άνδρας τραβήχτηκε προς τα πίσω, λες και ήθελε να αποφύγει μαχαιριά.

– Τη χτυπούσε και πριν. Τώρα, έχει χειροτερέψει η κατάσταση. Τη βαράει πιο συχνά!

Ο Ριβέρης κοίταξε προς τον ουρανό. Ενα καινούργιο φεγγάρι, ίδιο κομμένο νύχι, έλαμπε στη στρατόσφαιρα της Θεσσαλονίκης.

– Θέλεις να δεις ένα ακόμα βίντεο που τη χτυπάει; ρώτησε ο γέροντας με τρεμουλιαστή φωνή.
Δεν ήθελε. Αδυνατούσε να αποδεχθεί τη μετατροπή σε θέαμα, τον εξευτελισμό ενός ανθρώπου, από τον υποτιθέμενο δικό του άνθρωπο.

– Αστο καλύτερα. Γιατί μου έδειξες το βίντεο; Δεν σε ξέρω και δεν με ξέρεις.

– Για να κάνεις κάτι. Να πας στην Αστυνομία για να σταματήσει αυτό το αίσχος.
Ο Ριβέρης άναψε τσιγάρο. Είχε ψυλλιαστεί ότι το πράγμα θα κατέληγε εδώ. Ας γίνει κάτι, αρκεί να βγάλουμε την ουρά μας απέξω. Η κουλτούρα του ανευθυνοϋπεύθυνου από το βόλεμα του καναπέ. Και μετά να κορδωθούμε ότι βάλαμε και εμείς το χέρι μας να βγει το φίδι απ’ την τρύπα.

– Εσύ γιατί δεν πας στην Αστυνομία; Ή γιατί δεν τους καλείς να έρθουν όταν τον βλέπεις να τη δέρνει. Να κάνεις επώνυμη καταγγελία επί τόπου.

Τα λόγια του έκαναν τον άνδρα να οπισθοχωρήσει.

– Γιατί είμαι γέρος και δεν θα με πιστέψουν. Και γιατί ντρέπομαι, είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του.

Ούτε αυτός έμεινε αλώβητος. Το παλιό τραύμα στο κεφάλι, του έφερε ζαλάδα. Για μια στιγμή, πόθησε την αλήθεια που κρυβόταν μέσα στο ψέμα του άγνωστου άνδρα. Ηθελε να φύγει από εκεί, να πάει να θαυμάσει την ομορφιά της εκκλησίας και να γυρίσει στη μονότονη μόνωση του σπιτιού του. Η εικόνα όμως της νέας γυναίκας που έτρωγε ξύλο δεν έφευγε από το μυαλό του.

– Δώσε μου τα στοιχεία της γυναίκας, τη διεύθυνσή της και ό,τι άλλο ξέρεις. Θέλω να μου πεις και το όνομά σου. Αλλιώς δεν κάνω τίποτα.

Ο παππούς ζύγισε τα λόγια του Ριβέρη. Ηταν έτοιμος να μιλήσει, όταν το βλέμμα του στράφηκε προς το σοκάκι που έβγαζε προς την εκκλησία. Ο ντετέκτιβ γύρισε και αντίκρισε να πλησιάζει προς το μέρος τους η γυναίκα του βίντεο, η γυναίκα που δεχόταν τη σωματική και λεκτική βία του άνδρα της. Την κοίταξε εμβρόντητος να πλησιάζει δειλά, κόβοντας το βήμα της. Τα σημάδια των ξυλοδαρμών και της κακοποίησης ήταν εμφανή στο πρόσωπό της. Επειτα την άκουσε να ρωτάει τον ηλικιωμένο άνδρα:

– Μπαμπά, γιατί κάθεσαι έξω; Μπες μέσα, θα κρυώσεις!

 


Πρώτη δημοσίευση: Ελεύθερος Τύπος 19/08/2021