Το βόλτα στην άδεια πόλη αναρτήθηκε στην ακόλουθη διεύθυνση τον προηγούμενο Αύγουστο. Είναι διαθέσιμο και εδώ: http://www.microstory.gr/#!volta-sthn-adeia-poli/c109w. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Λάμπρο Δερμεντζόγλου για την αποδοχή του κειμένου και του εύχομαι καλή συνέχεια.
Η πόλη ήταν έρημη εδώ και αρκετές μέρες είχε υποδεχτεί τον Αύγουστο δείχνοντας το ομορφότερο της πρόσωπο, αυτό που κρυβόταν κάτω από τις μάσκες που συνήθως φορούσε . Αυτή η ησυχία σταματούσε τα ρολόγια, τα κενά αποκτούσαν τη διάρκεια που χρειαζόταν για να γίνουν εικόνες. Τέτοια εποχή συνήθιζε να μένει στην πόλη, σηκωνόταν από το κρεβάτι λίγο πριν το μεσημέρι, και έπαιρνε τους άδειους δρόμους τα απογεύματα.
Σε μια τέτοια βόλτα τον είχε γνωρίσει. Έγραφε μόνος, σε ένα λυπημένο καφενείο, τη δικιά του μπαλάντα. Την πρώτη νύχτα απλώς τον κοίταξε, τη δεύτερη πέρασε να τον νοιώσει, την τρίτη κάθισε δίπλα του. Όταν τέλειωσε τη σελίδα του, της μίλησε για τον αέρα, και της ζήτησε να γίνει το είδωλο του. Θα μεγαλώνεις μέσα στα κείμενα μου, της είπε.
Πριν τη γνωρίσει, έγραφε μόνο όταν βρισκόταν με κόσμο. Τριγύριζε στα καφενεία, στα πάρκα, στο μετρό, με συμβατικά και ηλεκτρονικά σημειωματάρια. Όταν ήταν μικρός, έγραφε και κάθε που κοίταζε τη θάλασσα, αλλά δεν το άντεξε για πολύ. Αφού τη γνώρισε, έγραφε και σε κλειστούς χώρους, μόνο όμως όταν ήταν γυμνή. Στεκόταν όπως της ζητούσε, στο σπίτι του, σε δωμάτια που νοίκιαζαν, σε άδεια βαγόνια τρένων. Γινόταν ένα μοντέλο που οι γραμμές του, πύκνωναν και τύλιγαν τις λέξεις, γράφοντας την αύρα τους. Πριν ή μετά έκαναν έρωτα. Πλημμύριζε από την αίσθηση ότι η τέχνη περνούσε για λίγο πριν πάρει μορφή, μέσα από το κορμί της.
Τους πρώτους χρόνους, του είχε ζητήσει να μην γράφει άλλο έξω, μετά όμως δεν την ένοιαζε. Όμως αυτός, σταμάτησε να γράφει στις εκδρομές. Μετά από λίγο καιρό, δεν είχε τη δύναμη να γράψει μακριά από τα σπίτια του. Θέλω πάντα να είσαι εδώ πριν αρχίζω, της έλεγε. Και μετά κοιτούσε το κορμί της, και έπειτα έγραφε και την κοιτούσε.
Άφησε την Ικτίνου για τη Ζεύξιδος, και πήρε να ψιθυρίζει τους πρώτους στίχους από το Killing Me Softly. Είχε κουραστεί να είναι το χώμα μιας γνώριμης και μονότονης πλέον βροχής. Ώρες ώρες, συνειδητοποιούσε γυμνή απέναντι του ότι ήταν η ίδια που τελικά τον παρατηρούσε. Και απορούσε, πως είναι δυνατόν να εξακολουθεί να γράφει με αυτόν τον παλιομοδίτικο τρόπο. Ο ίδιος της απαντούσε, ότι μόνο μέσω της ουτοπίας, μπορεί να προκύψει πραγματική δημιουργία.
Ουτοπία είναι η ανθρωπιά έγραφε ο Adorno, δημιουργία να εμπνέεις τον εαυτό σου, συμπλήρωσε κοιτάζοντας το κουρασμένο είδωλο της σε μια βιτρίνα που χωρούσαν πολλές διαφορετικές βαλίτσες. Λίγο πιο πέρα, ένας νέος όμορφος άνδρας καθόταν στο έδαφος, και κρατούσε ένα ορθογώνιο χαρτόνι που έγραφε ΠΕΙΝΑΩ. Ανάμεσα στα πόδια του είχε ένα κουτί, όπου έπεφταν τα χρήματα όσων περαστικών, καταλάβαιναν, τι εννοούσε και μπορούσαν να αφήσουν κάτι.
Πέρασε την πλατεία Ναβαρίνου, μπήκε στο Κεντρί και αγόρασε την Περίληψη του Κόσμου. Άνοιξε το βιβλίο και την κατέκλυσε η αίσθηση της περιπλάνησης. Περπάτησε για λίγο πάνω στην άμμο των φαντασιώσεων της, άκουσε το τραίνο να σφυρίζει στον σταθμό της Φλωρεντίας, και αυτή να το παίρνει μόνη, με τελευταίο σταθμό τη Βιέννη. Σε έναν γεμάτο διάδρομο, γνωρίζει έναν σαξοφωνίστα που κολλάει αφίσες για τα προς το ζην και έχει ένα γιο από μια ελεύθερη σχέση. Κάνουνε έρωτα σε ένα πανάρχαιο νεκροταφείο αυτοκινήτων, αφού πηδήξουν από το τρένο, σε μια στάση του λίγο πριν τα σύνορα.
Κατέβηκε προς τη θάλασσα, και περπάτησε για λίγο στο πλάι της, μέχρι που βρήκε ελεύθερο παγκάκι. Έβγαλε το καπέλο της, και θυμήθηκε μια φορά που είχε γδυθεί στο πλυσταριό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ποίημα για τα υπόγεια. Ήταν από τις λίγες φορές, που ζήλεψε αυτή την αφοσίωση του στη γραφή. Στην πορεία, ωστόσο αντιλήφθηκε ότι ήθελε το γάλα που κυλούσε από τους πόρους της, για όση ώρα το χρειαζόταν. Έπειτα τίποτα, τίποτα και τα ίδια που έλεγε και η Ηρώ.
Έστρεψε το στήθος της προς την έρημη λεωφόρο. Σηκώθηκε και κίνησε για τα μυστικά σοκάκια, όμως άλλαξε γνώμη. Τάχυνε το βήμα της και επέστρεψε στον άνδρα που πεινούσε. Του έδωσε χρήματα σκύβοντας το κεφάλι της. Ένα χελιδόνι την κοιτούσε δυο ορόφους πιο πάνω. Απέφυγε το βλέμμα του, και κατευθύνθηκε στα μαγαζιά με τα αναμνηστικά. Αγόρασε ένα μικρό σημειωματάριο, με εξώφυλλο μια άποψη του λιμανιού. Του έγραψε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε και το ταχυδρόμησε. Σταμάτησε ένα ταξί, και ζήτησε από τον οδηγό να περιφερθεί άσκοπα για λίγο στην άδεια πόλη.
Ο αέρας φυσούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το κατάλαβε κοιτώντας δύο τύπους που έψηναν σκουμπριά σε μια αυλή γεμάτη ελιές, τα πρόσωπα τους χαϊδευόταν από τον καπνό. Δεν είχε πάρει το τραμ, όπως συνήθιζε όταν έκανε αυτή τη διαδρομή εδώ και τέσσερα χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που θέλησε να περπατήσει πηγαίνοντας σε αυτόν. Ήταν η πρώτη φορά που κάτω από το φουστάνι της, δεν φορούσε τίποτα.
Η πόλη ήταν έρημη εδώ και αρκετές μέρες είχε υποδεχτεί τον Αύγουστο δείχνοντας το ομορφότερο της πρόσωπο, αυτό που κρυβόταν κάτω από τις μάσκες που συνήθως φορούσε . Αυτή η ησυχία σταματούσε τα ρολόγια, τα κενά αποκτούσαν τη διάρκεια που χρειαζόταν για να γίνουν εικόνες. Τέτοια εποχή συνήθιζε να μένει στην πόλη, σηκωνόταν από το κρεβάτι λίγο πριν το μεσημέρι, και έπαιρνε τους άδειους δρόμους τα απογεύματα.
Σε μια τέτοια βόλτα τον είχε γνωρίσει. Έγραφε μόνος, σε ένα λυπημένο καφενείο, τη δικιά του μπαλάντα. Την πρώτη νύχτα απλώς τον κοίταξε, τη δεύτερη πέρασε να τον νοιώσει, την τρίτη κάθισε δίπλα του. Όταν τέλειωσε τη σελίδα του, της μίλησε για τον αέρα, και της ζήτησε να γίνει το είδωλο του. Θα μεγαλώνεις μέσα στα κείμενα μου, της είπε.
Πριν τη γνωρίσει, έγραφε μόνο όταν βρισκόταν με κόσμο. Τριγύριζε στα καφενεία, στα πάρκα, στο μετρό, με συμβατικά και ηλεκτρονικά σημειωματάρια. Όταν ήταν μικρός, έγραφε και κάθε που κοίταζε τη θάλασσα, αλλά δεν το άντεξε για πολύ. Αφού τη γνώρισε, έγραφε και σε κλειστούς χώρους, μόνο όμως όταν ήταν γυμνή. Στεκόταν όπως της ζητούσε, στο σπίτι του, σε δωμάτια που νοίκιαζαν, σε άδεια βαγόνια τρένων. Γινόταν ένα μοντέλο που οι γραμμές του, πύκνωναν και τύλιγαν τις λέξεις, γράφοντας την αύρα τους. Πριν ή μετά έκαναν έρωτα. Πλημμύριζε από την αίσθηση ότι η τέχνη περνούσε για λίγο πριν πάρει μορφή, μέσα από το κορμί της.
Τους πρώτους χρόνους, του είχε ζητήσει να μην γράφει άλλο έξω, μετά όμως δεν την ένοιαζε. Όμως αυτός, σταμάτησε να γράφει στις εκδρομές. Μετά από λίγο καιρό, δεν είχε τη δύναμη να γράψει μακριά από τα σπίτια του. Θέλω πάντα να είσαι εδώ πριν αρχίζω, της έλεγε. Και μετά κοιτούσε το κορμί της, και έπειτα έγραφε και την κοιτούσε.
Άφησε την Ικτίνου για τη Ζεύξιδος, και πήρε να ψιθυρίζει τους πρώτους στίχους από το Killing Me Softly. Είχε κουραστεί να είναι το χώμα μιας γνώριμης και μονότονης πλέον βροχής. Ώρες ώρες, συνειδητοποιούσε γυμνή απέναντι του ότι ήταν η ίδια που τελικά τον παρατηρούσε. Και απορούσε, πως είναι δυνατόν να εξακολουθεί να γράφει με αυτόν τον παλιομοδίτικο τρόπο. Ο ίδιος της απαντούσε, ότι μόνο μέσω της ουτοπίας, μπορεί να προκύψει πραγματική δημιουργία.
Ουτοπία είναι η ανθρωπιά έγραφε ο Adorno, δημιουργία να εμπνέεις τον εαυτό σου, συμπλήρωσε κοιτάζοντας το κουρασμένο είδωλο της σε μια βιτρίνα που χωρούσαν πολλές διαφορετικές βαλίτσες. Λίγο πιο πέρα, ένας νέος όμορφος άνδρας καθόταν στο έδαφος, και κρατούσε ένα ορθογώνιο χαρτόνι που έγραφε ΠΕΙΝΑΩ. Ανάμεσα στα πόδια του είχε ένα κουτί, όπου έπεφταν τα χρήματα όσων περαστικών, καταλάβαιναν, τι εννοούσε και μπορούσαν να αφήσουν κάτι.
Πέρασε την πλατεία Ναβαρίνου, μπήκε στο Κεντρί και αγόρασε την Περίληψη του Κόσμου. Άνοιξε το βιβλίο και την κατέκλυσε η αίσθηση της περιπλάνησης. Περπάτησε για λίγο πάνω στην άμμο των φαντασιώσεων της, άκουσε το τραίνο να σφυρίζει στον σταθμό της Φλωρεντίας, και αυτή να το παίρνει μόνη, με τελευταίο σταθμό τη Βιέννη. Σε έναν γεμάτο διάδρομο, γνωρίζει έναν σαξοφωνίστα που κολλάει αφίσες για τα προς το ζην και έχει ένα γιο από μια ελεύθερη σχέση. Κάνουνε έρωτα σε ένα πανάρχαιο νεκροταφείο αυτοκινήτων, αφού πηδήξουν από το τρένο, σε μια στάση του λίγο πριν τα σύνορα.
Κατέβηκε προς τη θάλασσα, και περπάτησε για λίγο στο πλάι της, μέχρι που βρήκε ελεύθερο παγκάκι. Έβγαλε το καπέλο της, και θυμήθηκε μια φορά που είχε γδυθεί στο πλυσταριό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ποίημα για τα υπόγεια. Ήταν από τις λίγες φορές, που ζήλεψε αυτή την αφοσίωση του στη γραφή. Στην πορεία, ωστόσο αντιλήφθηκε ότι ήθελε το γάλα που κυλούσε από τους πόρους της, για όση ώρα το χρειαζόταν. Έπειτα τίποτα, τίποτα και τα ίδια που έλεγε και η Ηρώ.
Έστρεψε το στήθος της προς την έρημη λεωφόρο. Σηκώθηκε και κίνησε για τα μυστικά σοκάκια, όμως άλλαξε γνώμη. Τάχυνε το βήμα της και επέστρεψε στον άνδρα που πεινούσε. Του έδωσε χρήματα σκύβοντας το κεφάλι της. Ένα χελιδόνι την κοιτούσε δυο ορόφους πιο πάνω. Απέφυγε το βλέμμα του, και κατευθύνθηκε στα μαγαζιά με τα αναμνηστικά. Αγόρασε ένα μικρό σημειωματάριο, με εξώφυλλο μια άποψη του λιμανιού. Του έγραψε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε και το ταχυδρόμησε. Σταμάτησε ένα ταξί, και ζήτησε από τον οδηγό να περιφερθεί άσκοπα για λίγο στην άδεια πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου