Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Ποιήματα της Στιγμής και Άλλες Ουτοπικές Ιστορίες


Η πρώτη μου ποιητική συλλογή Ποιήματα της Στιγμής και Άλλες Ουτοπικές Ιστορίες (ISBN 978-960-93-6537-6) κυκλοφορεί ελεύθερη εδώ. Για όποιον/α επιθυμεί το αρχείο σε pdf ας μου στείλει μέηλ στο panosioann35@gmail.com!!


Πάνος Ιωαννίδης

Ποιήματα της Στιγμής και Άλλες Ουτοπικές Ιστορίες

η τέχνη είναι μαγεία απαλλαγμένη από το ψέμα ότι είναι αλήθεια
(T.W. Adorno, Minima Moralia)






Πρωινή Ομίχλη

Μαθαίνεις να γράφεις γράφοντας
Μαθαίνεις να ζεις χάνοντας
Ελπίζεις να ζεις γράφοντας





Λέξεις

Μοιάζει με βόλτα στην άδεια πόλη μετά τη καταιγίδα
γι αυτό σου αρέσει
το σύνθημα στον τοίχο
που χάθηκε ο τρελός λαγός
διαδέχεται εικόνα ρακοσυλλέκτριας
 να ψάχνει στα θερμοκήπια

οι λέξεις είναι σαν τα σύνορα
τη νύχτα ορατές
τη μέρα δυσκίνητες
πρόσωπα ερωτευμένων
κορμιά αλλοτριωμένων
σταγόνες επίμονες στην άμμο του χρόνου

με βρίσκουν απροετοίμαστο
υπνωτισμένο από ψαλμούς της μονότονης ζωής
δένουν τα χέρια μου στις ουρές τους
φέρνουν στα βλέμματα μου
μοτίβα με τις κρυψώνες του

λέξεις προσφέρονται
στις υπεραγορές του πνεύματος
ανταλλαγές σε λίγο αίμα
επιστροφές με περίσσια δάκρυα
φθαρμένοι ρόλοι με την οκά

λέξεων κύηση στις ράγες του τρένου




Τρένα της Φυγής

θυμίζει αυγή
το απόγευμα ο ορίζοντας
καστανιές περνούν με ορμή καταρράκτη
 κρύβουν τα πρόσωπα στο τζάμι
λίγο πιο κάτω από
το δέρμα του καιρού

ένα μολύβι και ένα σύννεφο
το χέρι
θυμίζει κάννη
νυχτερινό βλέμμα
όταν σταθμεύει σε αόρατες πόλεις
που ζητούν πίσω το αίμα τους
από τις κάμερες του κλεμμένου χρόνου

λίγο αίμα
στου φιλιού την άκρη

δείχνει σαν όνειρο
το πρωί στο τούνελ
όταν το τρένο βγαίνει
από την αγκαλιά του
παιδί που ζητάει
τις χαμένες μητέρες





Κόρη Ανδρομέδας

έρχεσαι όταν δεν σε θέλω
ήσυχο πυρρόξανθο φως τα φθινοπωρινά μεσημέρια
με κάνει να νοσταλγώ ότι ξέχασα να ζήσω

φεύγεις όταν σε χρειαζόμαστε
καλοκαιρινή μπόρα στη ξερή γη
που δεν προλάβαμε να πούμε πατρίδα

κόκκινη θάλασσα στις μαύρες αχτίδες της ιστορίας
η πνοή σου
τα μονοπάτια σου
εκτός γραμμικού βλέμματος
αόρατοι οι τόποι σου
όπως ο χρόνος τον Αύγουστο

είσαι η άλλη πλευρά του φεγγαριού
γράφουν οι φωνές στα εσώτερα βιβλία
μυστική Θεά που διαφεντεύει
απαγορευμένα νεκροταφεία του πνεύματος

εκεί γεννάται η αλλιώτικη ζωή

θέλουμε ένα πρωινό να σε βρούμε
να λαγοκοιμάσαι μοιραία σαν τον θάνατο
στο τρένο που μας πάει στη δουλειά
και να χαθούμε στις μυστικές στοές
ενός ατέρμονου θαύματος


Τα Μωρά της Αθηνάς



χοντρές σταγόνες στάζουν από τη βρύση
διάφανες ματιές στον αόριστο πόνο
μπερδεύουν τα βήματα
από τις λέξεις στα πράγματα

γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια της Αθηνάς
τότε που η αγουρίδα έδινε μέλι και τα δέντρα πίκρα
ο άνεμος σήκωνε τις μυθολογίες
στέλνοντας τες σε μυστικές σπηλιές
μουσικές γραφόταν για αόρατες γιορτές
γέροι μεγάλωναν νέους που τους έμοιαζαν
τα πεφταστέρια περισσότερα από τους χειμώνες
λιγότερες οι θάλασσες από τα βουνά
πουλιά  που  ζούσαν σε σπηλιές
φίλτραραν τις πένες μας

ανεπίδεκτα αμυνόμενοι
καθώς γυρεύαμε την άλλη πλευρά του φεγγαριού
στα βλέμματα του διαρκώς αναβαλλόμενου καλοκαιριού
γεννούσαμε ψευδαισθήσεις σε άδεια μπαλκόνια
κοιμόμασταν σε ξεχασμένα από τον Τειρεσία κείμενα
συνθέτοντας ν.υ.χ.τ.α.
(νέο υπερηχητικό χτύπημα ταξικού αγώνα)

τώρα τραγουδάμε ακόμη πιο μόνοι όλοι μαζί
σε τυφλούς που έχασαν τους μονόφθαλμους
φωνές στην ομίχλη
σκιές σε αόρατες πόλεις
και γράφουμε στις πλάτες του χρόνου
στίχους ονειροπόλας ζωής

εμείς που μάθαμε να χάνουμε θα σας διδάξουμε στη μάχη


Το Όπλο του Ποιητή

καθώς βάδιζα αμέριμνος
μέσα στη βροχή
έπεσα πάνω του

το βλέμμα μου αντίκρισε ξαφνικά
το μοναδικό του μάτι
ήταν σκοτεινό χωρίς κόρη
ενώ η ίριδα στραφτάλιζε στο βάθος
σαν ζωή έτοιμη να χαθεί ανά πάσα στιγμή
για κάτι που δεν πιστεύει αλλά το ζει

το όπλο με κοίταξε με τη σειρά του
έχω τόσα να σε ρωτήσω είπε
αλλά δεν προλαβαίνουμε
οφείλω να σε πάρω μέσα μου
είναι στη φύση μου μη με παρεξηγείς
εκτός και αν με κάνεις δικό σου

μελάνι έχω μπόλικο αποκρίθηκα
χύνεται  στου ποταμού την όχθη
όμως για σφαίρες έχω λέξεις
θα σε γεμίσω και θα χτυπάς
στο ψαχνό των στιγμών

το όπλο εκπυρσοκρότησε
από την ταραχή του
και η σφαίρα έγραψε στο χέρι μου
τη μοίρα του ποιητή



Έρωτες

δυο φύλλα πέφτουν από την κερασιά
ξεγελάν τον άνεμο σμίγουν
σε έναν καρπό

ένα αγόρι ένα κορίτσι
 μαλώνουν στον δρόμο
γλείφοντας πληγές του χρόνου

στη χαμένη σχεδία του παρόντος μας
το πρόσωπο μου χάνεται στην καρδιά σου
το κορμί σου εισβάλλει στο πνεύμα μου
στις σπηλιές του χθες
ο ύπνος σου βγάζει στα όνειρα μου
ο άνεμος μου δροσίζει την καρδιά σου
στο κουβάρι του μέλλοντος μας
οι στιγμές σου γράφουν τις λέξεις μου
   οι πληγές μου δείχνουν τα βήματα σου


μπαλκόνι στο αυτοκίνητο του
δάσος στο υπόγειο της

αντικρίζουν τα μάτια
ραντεβού στους βυθούς
που οδηγούν στα μπλε σύννεφα

εκεί όπου το αίμα συνεχίζει να κυλάει

 





Καρδιά ίδια εκστατικό μάτι-Μάης, Αύγουστος και Νοέμβρης©

 

Μάης

σε βρίσκουμε
όπως οι γνωστοί άγνωστοι
συναντούν την Ιστορία
οι πλάνητες σε λένε νονό
στις στέγες  σου λιάζονται
θερινά ρολόγια
 παρθένες λέξεις
τα μεσημέρια σου δροσίζουν
τους μόνους των λίγων που γραφούν
σε άδεια καφενεία
κάποιο απόγευμα που η αγορά έχει κίνηση
κι η Πασιφάη γυρεύει τον ιδανικό εραστή

 



Αύγουστος
Aut viam inveniam aut faciam.

δεν μοιάζω με κανέναν
οι μέρες των άλλων έχουν αδελφές
όλοι ξοδεύονται στον χρόνο
μόνος μου μένω
να κλείσω τα φθαρμένα βιβλία των εποχών

ίσως γιατί λάμπω
σαν αστέρι στους βυθούς

εκεί βρίσκονται οι
άνθρωποι στις διακοπές τους
αντάρτες του γραμμικού χρόνου
εραστές κυκλοτερών αφηγήσεων
εκεί χωρίζουν
οι αγάπες των καθημερινών δρόμων
πορείες που δεν στρώθηκαν από δυνάμεις της φύσης

στις σπηλιές μου γεννιούνται λιονταράκια
από μανάδες που αγάπησαν άντρες
που δεν υπήρξαν παρά μονάχα σε κάποιες
άγνωστες νύχτες ηδονής παραφοράς ή
απλώς σκέτης τρέλας
των οποίων την αλήθεια ποτέ δεν θα μάθουμε


Νοέμβρης

Οι θολές νύχτες τρεμοσβήνουν
αλλάζοντας πορείες
για τις σκιές της φωτιάς

ομίχλη στο βλέμμα
καθαρίζει την σκουριά από
τις λέξεις
σ’ αγαπώ σημαίνει νερό
που κυλάει στους δρόμους
τις πυκνές ώρες της νύχτας όταν
ο ιδρώτας αίμα γίνεται
και οι ήχοι χορεύουν ασταμάτητα 
αγκαλιά με τα ξωτικά

όσοι και όσες
σαλπάραμε ως σκοτεινά πλεούμενα
νοιώσαμε των βυθών τον πόνο
 ενώ οι γλάροι τσιμπούσαν τους αφρούς
επιστρέφουμε 
ως πειρατές που τους έκλεψαν τον χρόνο 
γνωρίζοντας σπάνιες γλώσσες
που κανένας δεν θέλει να μιλήσει

Υπόγεια Νερά


στο πνεύμα μου κυλάνε
υπόγεια νερά
σε δίκτυα μυστικά μουλιάζουν τις σκέψεις
συναντούν πρόσωπα
αγαπημένα που θέλησαν να χαθούν
στους καταρράκτες τους οι λέξεις μου
παίρνουν μορφή και νόημα
ακολουθώντας σημάδια διαλεγμένα
από παραμύθια που ζήτησαν να μην ακουστούν

μεγάλη ψεύτρα η μνήμη
ξεχνάει ότι της κόβει την ανάσα
θυμάται ότι θυμίζει το ίδιο της το αίμα

φοβάται όμως
της αλάξευτης πέτρας την ορμή
που χρόνο δεν μετράει ούτε σκουριά μαζεύει 





 Το Καπέλο
μνήμη Θεόφιλου Πασχαλίδη

στον δρόμο του απογεύματος
καπέλο πέταξαν
πνοές του ανέμου 
στου μνήματος την ταραχή

ήσυχα το καπέλο έγινε
βάζο για λουλούδια
και όσοι νωρίς μας άφησαν
έζησαν την στιγμή

η Άνοιξη ξεχάστηκε
και είπε του Ουρανού
πίσω να τους στείλει
και κείνος χαμογέλασε
λες και ήτανε παιδί

μα το καπέλο χάθηκε
απ’ των ματιών την πλάση
λεξούλα πήγε και έγινε
στο χέρι του Ποιητή



Θάλασσα

εντάξει κανείς δεν πρόκειται να σε εξαντλήσει

λαμπυρίζουν τα βλέμματα στο άγνωστο
κύμα που χάνεται από
το νερό στα ποιήματα βαθιά
στις σπηλιές από τις λέξεις αφού
τσακίσει τα όνειρα στα βράχια
γυναίκας που τόλμησε να
βαδίσει στα μονοπάτια των αφρών

όσες οι ευχές τόσα τα νησιά
που πληγώνουν μνήμες
της φθαρμένης ζωής
φλέβες φουσκώνουν
οι διάφανοι βυθοί
στα φτενά χέρια

παίρνεις μαζί σου
πνεύματα που γυρεύουν στα νερά
τον μύθο ζωή να τον κάνουν
υπόγεια ρεύματα τα πρόσωπα τους

ακόμη και να σε πνίξουμε στα φιλιά
μένει ξηρό το κομμάτι που
κάποιος το είπε ανθρώπινο
πολύ ανθρώπινο

νερό που δεν γίνεται αίμα 


Πόλεις

αμέτρητα βλέμματα κινηματογραφούν
την κίνηση
στις αόρατες πόλεις
εικόνες φτιάχνουν ιστορίες τόσο
 προσωπικές που ανταμώνουν
στους συλλογικούς λαβυρίνθους αφηγήσεων
πολυτονικών της ζωής

τα χέρια του ταξιδιώτη
ρίχνουν λάδι στη φωτιά ζεσταίνοντας
τα βαρέλια στις έρημες λεωφόρους
αργά τις νύχτες όταν βγαίνουν οι λύκοι
που γίνονται άνθρωποι για τον άνθρωπο

οι πόλεις δονούνται στους σφυγμούς τους
σαν γυναίκες που γεννάνε τον εαυτό τους μετά από κάθε
έρωτα στιγμή ή ουρανό βιωμένα
λουλούδια εκκρίνουν τη γύρη τους
πληγές που ζητάνε το αλάτι τους
ώστε να αγαπηθούν από το δέρμα του καιρού

μυστικές μουσικές συμφωνίες οι πόλεις
με ορχήστρα τραμ των επαναλαμβανόμενων διαδρομών
και μαέστρο τον σατράπη χρόνο
πανταχού παρόντα και σπανίως πληρών

 τους ζητιάνους των στιγμών 




Αστέρι στα Πέδιλα

ένα αστέρι γλίστρησε στα πέδιλα μου
φως σύντομης καλοκαιρινής νύχτας
μια βόλτα στην άδεια πόλη λίγο 
πριν τις αόρατες μέρες του Αυγούστου

μου λείπει ότι έμαθα μόνος
στα ενυδρεία της άρρητης γνώσης
και έρημος από υλικά αγαθά

με έθρεψε αυτή η θεωρία
όπως το λιόγερμα το μοναχό
γεμίζει με νοσταλγία για όσα
 δεν πρόκειται να δει

κάποτε θα γυρίσουμε πίσω 
τον χρόνο στις αλλιώτικες μέρες
για να κοιτάξουμε μπροστά
και να κάνουμε πιο σωστά τα λάθη μας



Χαμένα Κάτοπτρα


Η απώλεια
μελάνι που χύνεται στην άμμο του χρόνου
βαρίδια στην καρδιά οι λέξεις της
στα κενά του σπασμένου καθρέπτη
μετράς πόσο τα χέρια που έχασες
ήξεραν να αγγίζουν τις χορδές σου
αν τα κορμιά που δεν βρήκες
γνώριζαν να μιλάνε στο βλέμμα σου

καθώς κυλάνε οι καιροί συνηθίζεις
ένας έρωτας από κει μια φιλία από δω
θραύσματα στιγμών που δείχνουν τον δρόμο
άνθρωποι που σε γύρεψαν δίχως να το ξέρεις
πολύχρωμα βάλσαμα στο μονότονο του θανάτου

 βουτάς στους πυθμένες της φθαρμένης ζωής
στα χνάρια του δασκάλου
ζητώντας την ανθρωπιά σαν ουτοπία

ίσως κάποτε ξαναβρεθούμε γυμνοί
από κοστούμια του φόβου
στους κήπους των ανέμελων αλόγων


Πάσχα στο Χωριό

οσμές αγάπης πετάνε από το παράθυρο
το μίσος χάνεται στης νύχτας τα ευαγγέλια
έστω για μια βραδιά
σκιάχτρο που καίγεται σε λαϊκό παραμύθι της γιαγιάς

λαογραφικά μιλώντας
πρόκειται για ανάσταση
υλιστικά κοιτώντας
ζητείται επανάσταση

ποίημα που καίγεται από τον όχλο η σταύρωση
οι δικαστές του κόσμου πέτρινα δέντρα
και οι πράξεις κεράκια που λυτρώνουν

κατάνυξη στα καλντερίμια του χωριού
εκεί ψηλά στα βαθιά βουνά
τα  δάκρυα της Μαγδαληνής πλένουν τα πόδια του μύθου
δροσιά στα μάγουλα στα μάτια αλήθεια
καμπάνες οι λέξεις
στης πίκρας την ηχώ
λυρικές ευχές κόντρα
 στην σκλαβιά του χρόνου

και της Άνοιξης το πράσινο
να οδηγεί στις σπηλιές
των θαυμάτων ονείρων








Island


Η θάλασσα στα μάτια σου
γκρίζα και ήρεμη
βόλτα στην πόλη το χειμωνιάτικο απόγεμα
στεριά γυρεύει 
τα κύματα της να βγάλει
μελωδίες πλεγμένες στα έγχορδα των βυθών.
Στο δρόμο για το άπειρο
γνώρισε ένα παιδί
που δεν είχε ζωή και έγινε νησί
λαμπυρίζει εδώ και χρόνια
στων πλανητών τα βλέμματα
Φάρος ασημένιος στη χάλκινη ζωή

Η θάλασσα στα μάτια σου
λατρεύει τα ναυάγια
μάνα που ψάχνει στα χαλάσματα
τα χαμένα της παιδιά


Η Μοναξιά του Τοίχου

το λαμπάκι αναβοσβήνει ρυθμικά
πάνω στο μέτωπο της συνείδησης
σαν μαρκίζα εφημερεύοντος φαρμακείου
προβάλλοντας το σύνθημα των καιρών

από το είναι στο έχειν και από εκεί στο φαίνεσθαι

τυλίγει τον μίτο στα δίκτυα κοινωνικής αλλοτρίωσης
δείχνοντας το τίποτα για κάτι
οι λέξεις προσπαθούν να βρουν
το χαμένο νόημα τους στα κομμένα καλώδια
της ανθρώπινης επαφής
εικόνες μαγικές που δεν μπορούν
τα χέρια ν’ αγγίζουν
κάνουν θρύψαλα τις θύμησες
και τα κορμιά παραπλανημένα
χάνουν τα βήματα τους
όταν νοιώθουν πως ο έρωτας
γίνεται με το εγώ

περιμένοντας την επόμενη ανάρτηση να φτάσει


 Νύχτα στο Μπαλκόνι

μια γάτα γλιστράει από τα κεραμίδια στα σύννεφα
η σκιά της φωτίζει τα πολύχρωμα πεδία
ηλεκτρονικών χώρων που αντανακλούν πίσω
από τις διάφανες κουρτίνες των σωμάτων

μια κόρνα που ενίσταται για το ορισμένο των διαδρομών
γέλια απαντούν στιγμές που ξεγελάν τον χρόνο
και ησυχία αρκετή ησυχία πυκνώνει
τη διάφανη αραιότητα της καλοκαιρινής νύχτας

κοιτάζεις την απέναντι πλαγιά
του ομοιόμορφα διαφοροποιημένου αστικού τοπίου
νοιώθεις την πολυμορφία που ντύνει τις ζωές
ζητάς το απρόοπτο σαν αστέρι που αλλάζει
την πορεία αεροπλάνου στον σκοτεινό ουρανό

θυμάσαι ότι τα σεντόνια δροσίζονται
με το αγιάζι και γελάς


Φθινόπωρο

είναι η βροχή που μειώνει την απόσταση
ανάμεσα στο βλέμμα σου και τον κόσμο
γεμίζει με σταγόνες το ρήγμα
που γεννάν οι θέσεις και η φύση

η νοσταλγία από τα πολύχρωμα μπαλκόνια
για το καλοκαίρι που δεν ήρθε
κάνει τα όνειρα να φαίνονται
γνωστά μονοπάτια σε άβατο δάσος

ο κόσμος που χάνεται
από τον καθρέπτη του οδηγού
ασύμμετρες φιγούρες που χορεύουν
στις πολλαπλές διαστάσεις των δρόμων


φθινόπωρο είναι να αγαπιέσαι
με την πέτρα σου
να την κρατάς όπως ο έρωτας
τα βέλη ρίχνει
στα κενά του φθαρμένου χρόνου


Η Εποχή των Ρόδων


εδώ και χρόνια αρκετά
χιονίζει ασταμάτητα στην αόρατη πόλη 
από τα γκρίζα σύννεφα
που στεφανώνουν τα βαθιά βουνά 
πέφτουν ρόδα στους βρόμικους δρόμους
στρόγγυλες τύχες σε τετράγωνες ζωές

κανένας όμως
 δεν κατάφερε τα ρόδα  να αγκαλιάσει
μόλις τα άγγιζαν τα χέρια γινόταν
 άγρια αγκάθια
στην καρδιά του χειμώνα

τα ρόδα είναι άχρηστα
και να τα πιάσεις τίποτα δεν θα πάρεις
 η άποψη που πουλήθηκε
φτηνά στην αγορά της πόλης
και οι άνθρωποι την ψώνιζαν
σαν να ‘τανε τροφή

οι μέρες κυλούσαν
και το χιόνι έπεφτε πυκνό
φέρνοντας θλίψη συλλογική
σαν κακό μαντάτο από το χθες

μέχρι που όλοι συνήθισαν
τούτη την παράξενη συνθήκη
και κοιτούσαν τις δουλειές τους
και τι να κάνεις λέγανε οι άντρες
εμείς θα πιάσουμε το ρόδι σάμπως συμπλήρωναν οι γυναίκες

μόνο λίγα ξωτικά σκόπευαν να αντιδράσουν
όμως λόγω του παγετού
ήπιαν σχεδόν όλο το νέκταρ
και έχαναν τον δρόμο από
το δάσος προς την πόλη
καθώς τραγουδούσαν πότε 
το ρόδι θα σπάσει
για να ‘ρθει η Άνοιξη





Μαρία Κ.

Ήρεμη είναι η νύχτα
τρυφερή σαν το δέρμα σου
θέλω ν’ απλώσω πάνω του
όλα τα χάδια του κόσμου

Ήρεμη είναι η νύχτα
σκοτεινή σαν το βλέμμα σου
θέλω να πιω από αυτό
φως δικού σου  κόσμου

Ήρεμη είναι η νύχτα
σαν γυναίκα που έρχεται
θέλω να νοιώσω στο χέρι σου
σφυγμό τούτου του κόσμου

Ήρεμη είναι η νύχτα
σαν γυναίκα που κοιμάται
θέλω να ξυπνήσω πλάι σου
όνειρο δικού μου  κόσμου



Βόλτα στην Άδεια Πόλη

μοιάζει με βόλτα στην άδεια πόλη γι’ αυτό σου αρέσει έρημοι δρόμοι μουλιασμένα κτίρια ασημένιοι άνθρωποι και συ να γλιστράς στις αστικές κοιλάδες όπως το αίμα κυλάει στο κορμί ερωτευμένης γυναίκας αφήνοντας το βλέμμα σου μέσα στις στιγμές των άλλων γίνεσαι ένα με το δέρμα τους έτσι γνωρίζεις καλύτερα τον εαυτό σου και καταλαβαίνεις χωρίς υστερήσεις μέσα σε καΐκια που περιμένουν στην ουρά να πουλήσουν την ψαριά τους ναι εκεί στην ιχθυόσκαλα του πνεύματος πόσο μόνος είσαι και πως η διαδρομή σου χαρτογραφείται  αποκλειστικά και μόνο στα λασπωμένα εσώτερα σου πεδία


Σκύλος

το γέλιο μου κόπηκε όταν ήμουν πολύ μικρός τόσο ώστε να ξεχνάω σε κάθε δεύτερη ευκαιρία τι σημαίνει σπίτι το έψαξα αρκετά από δω και από κει μέχρι που το βρήκα καλοντυμένο χαμόγελο στο πρόσωπο ενός κουταβιού που αλώνιζε μέρα νύχτα τους δρόμους ζητιάνος βλεμμάτων κομήτης ζωών χαμένων στο κακοφορμισμένο κορμί της μεγαλούπολης  μου κόλλησε την αρρώστια να χαμογελώ σαν φίλος και να πονώ σαν σκύλος κάθε που οι πευκοβελόνες των πράξεων πληγώνουν το δέρμα και τα κενά των λέξεων ζητάνε το αίμα για να γεμίσουν ζωή έτσι έμαθα όταν μεγάλωσα κάπως ότι μέσα στα ομορφότερα σπίτια είναι κρυμμένες ρόδες έτοιμες να βουτήξουν στο νερό


Πετρωμένες Θύμησες

μια πέτρα κοιτάζει τον κόσμο που αλλάζει καθώς κυλάει από τη σπηλιά προς τον ουρανό τρέχω πίσω της μαγεμένος ξεχνώντας ότι η μνήμη είναι η άλλη λέξη για το όνειρο όταν αφήνω το έδαφος παίρνω κουράγιο αντικρίζοντας το πρώτο σύννεφο και θυμάμαι τον πόνο της Βιριδιάνα όταν θυμόταν τον πόνο των άλλων στη μέση του δρόμου ξεκινάει η βροχή χαίρομαι καθώς κρίνω ότι έτσι θα φτάσω γλιστρώντας πιο γρήγορα από την πέτρα που εξακολουθεί να κυλάει αλλάζοντας την ανθρώπινη κατάσταση όπως το αντικείμενο μπαίνει στο υποκείμενο λίγο πριν τον ουρανό θυμάμαι ότι έχω να γράψω κλείνω τα μάτια ανοίγω το αλεξίπτωτο και βουτάω στην ασφάλεια των λέξεων


Καράβι

μια γυναίκα σταμάτησε τον δρόμο μου καθώς περπατούσα κάτω από το νερό ανάποδα είναι η μόνη στάση που σου επιτρέπει να κοιτάζεις στα μάτια τον ήλιο είπε χαϊδεύοντας το βλέμμα μου αναθάρρησα καθώς βρήκα παρέα να γυρεύω σοκολάτα σους βυθούς και μπιρμπίλια στους αφρούς έχω ένα καράβι λίγα νησιά πιο πέρα το έφτιαξε ο πατέρας μου και μένα και για σένα χαμογέλασε καθώς μου έδειχνε τον δρόμο έχει ζωή μέσα στο καράβι ρώτησα λίγη ουτοπία παραπάνω από ότι συνηθίζεται αποκρίθηκε και βγήκε στην επιφάνεια έτρεξα πετώντας μέσα στο νερό ακολουθώντας το γυμνό κορμί της μέχρι που έγινα ένα με τα πανιά του καραβιού της και εκείνη κόλλησε στην κοιλιά μου τα κρυμμένα φτερά της



Σαμοθράκη

Σου γράφω για να σου θυμίσω ότι ο χρόνος μετριέται εδώ με άδειες σελίδες που γεμίζουν στιγμές έτοιμες να μαγέψουν τη φθαρμένη ζωή ξέρω ότι σε ενοχλεί να κοιτάζεις από την ορθή γωνία των πραγμάτων όσα τα βλέμματα τόσες οι διαστάσεις είπε ο σοφός και είχε δίκιο το φως χύνεται σαν καταρράκτης που ζητάει τις βάθρες του στα κενά χαμένων ερώτων ανάμεσα στα κορίτσια που κάνουν τα όνειρα τους βραχιόλια και τα αγόρια που τα γένια τους δείχνουν τα όνειρα μεγαλώνουν τα παιδιά με τα χάλκινα μέτωπα και τα κόκκινα μάγουλα αρχαία πνεύματα φυσάνε αγέρηδες παίζοντας μουσική που καταπίνει τα σύννεφα στα καλντερίμια της φυγής οι σταγόνες της βροχής πέφτουν από τις στέγες της χώρας σαν ματωμένα δάκρυα κάθε που το καράβι χάνεται στο πέλαγος να μας φροντίζεις Σαμοθράκη


μαμάμπαμπάς

ένα πιθηκάκι πεταγμένο στο ποτάμι μέσα στο κατακαλόκαιρο το βρίσκουν δυο ώριμα σκυλιά που ήταν γονείς πριν να γίνουν μόλις γεννήθηκε λένε και το τυλίγουν με τα χνούδια του ύπνου που κάποιοι τα βάφτισαν βιώματα παιδικής ηλικίας και άλλοι αρχέγονη αγάπη το νεογνό μεγαλώνει μέσα στα χρόνια όπως ο καρπός γίνεται δέντρο μαζί με τα ρίγη της εφηβείας συναντά την υπεροχή των λέξεων ενώ το κενό της απόρριψης μεγαλώνει μέσα του ίδιο χάσμα που θέλει να τον καταπιεί καθώς δεν μιλά την ίδια γλώσσα με τους γονείς που γίνονται γέροντες έτσι μαθαίνει τον κόσμο μόνος και καταφέρνει να μιλάει τόσες γλώσσες όσα και τα βλέμματα που τον κοιτάζουν τα χρόνια περνάνε και έρχεται η ώρα να γεννήσει το δικό του πιθηκάκι πλέον ξέρει ότι μεγάλωσε με τα γέρικα κουτάβια γιατί κοιτάζουν τον σάπιο κόσμο με την ίδια καρδιά και δακρύζει μέσα του κάθε φορά που η οθόνη αναβοσβήνει με την ένδειξη μαμαμπαμπας



Γιώργος

ένα ποίημα για τον γιο μας

Ένα πράγμα πρέπει να θυμάσαι λέει το τραγούδι
υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ
το βρήκαμε στα μάτια σου
το αγγίξαμε στα χέρια σου
καθώς χανόμασταν στην αγκαλιά σου

είσαι μικρούλης σαν ξωτικό
και μεγάλος σαν ήρωας παραμυθιού
το βλέμμα σου  διώχνει τα σύννεφα
το δέρμα σου καλεί τις ώρες
οι φωνούλες σου ξυπνούν
μυστικές μελωδίες στις καρδιές μας

όταν μεγαλώσεις θα είμαστε μικροί
τα πνεύματα μας στα βήματα σου
σε έναν κόσμο που θυμίζει μεθυσμένη σβούρα
θα οδηγήσεις τα δικά σου τρένα
θα βουτήξεις στα ατέλειωτα ποτάμια

Γιώργος
συνεχίζοντας ζωή
γεννώντας δημιουργία


Παράξενος Καιρός


κάθε τέλος μια αρχή
κέντρισε μια μέλισσα στο χέρι μου

το φιλί ενός Θεού που δεν μπορώ να προφέρω
το όνομα του χαϊδεύει το λαρύγγι μου
φυσάει από τα μπαλκόνια σηκώνοντας
σελίδες που έγραψαν οι μέρες
στα περιθώρια του παράξενου καιρού

η οργή ο φόβος η φυγή
νόθες λέξεις στο αλφάβητάρι του πόνου
η ομορφιά το πνεύμα η φωτιά
αμφίσημες στιγμές στο βιβλίο της ζωής

ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα
τα μάτια σου να ροδίζουν τις διαδρομές μετά
τη λιμνοθάλασσα πέρα από τα μολυβένια στάχια

πνεύμα γινόμενο που ποθεί χάος
να βάλει στην τάξη


Ασυνέχεια

η απόσταση από το μηδέν στο άπειρο
ισούται με τα κορμιά που την ορίζουν
και τις ζωές που την αλλάζουν







Ευχαριστίες και Αναφορές

Τα ποιήματα της παρούσας συλλογής γράφτηκαν-κυριολεκτικά-στο πόδι λόγω μιας έντονης καθημερινότητας που ζητάει την έμπνευση ως αντίδοτο στη βαρβαρότητα. Τα περισσότερα εξ αυτών δημοσιεύτηκαν σε πρωτόλεια μορφή στο ιστολόγιο που διατηρώ-www.negraliteratura.blogspot.gr.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους και όσες με τον τρόπο τους με ενθάρρυναν να συνεχίσω και οι λέξεις μου να βρουν το περιεχόμενο τους. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην σύντροφο της ζωής μου Μαρία Καπία για την αμέριστη συμπαράσταση και τη δημιουργική συμβίωση, στους γονείς μου Γιώργο και Μάρω για την έμπνευση της αλληλεγγύης ως στάσης ζωής και της δημιουργίας ως στοιχείου εργατικότητας, στον Δημήτρη Χατζηκώστα για τα σιωπηλά βλέμματα πάνω στην πόλη, στην Άννα Αμασόγλου για το κυνήγι των λέξεων, στην Ελευθερία Κωνσταντινίδου, στην Ελίζα Αναγνωστοπούλου και στον Χρήστο Χαρακόπουλο για τις κριτικές αναγνώσεις. Ακόμη θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αλέξανδρο Αραμπατζή για την ενθάρρυνση και τον Σπύρο Γαλήνη για την υποστήριξη.


Βio


Ο Πάνος Ριβέρης (ψευδώνυμο του Πάνου Ιωαννίδη), γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1978. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες σε πτυχιακό (B.Sc) και μεταπτυχιακό επίπεδο (M.Sc) και   πραγματοποίησε διδακτορικές σπουδές στην οικονομική γεωγραφία (Ph.D.). Πέρα από ποίηση γράφει noir λογοτεχνία. Ζει στη Δράμα μαζί με την σύντροφο του και τον γιό τους.









© Τρία ποιήματα έκφραση αγάπης για τη Μάτση Χατζηλαζάρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου