Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Noir Λογοτεχνία στα Εκπαιδευτικά Νέα#1



Με τον φίλο, φιλόλογο και συγγραφέα Χρήστο Χαρακόπουλο, ξεκινήσαμε μια μικρή αλλά όμορφη συνεργασία, σχετικά με την παρουσίαση βιβλίων noir λογοτεχνίας από το Star Channel Δράμας.

Ακολουθεί το αρχείο της πρώτης εκπομπής, όπου παρουσιάζεται το πρώτο βιβλίο περίπου στο 10' .

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Cinema Noir # 5 Detective

Detective

Σκηνοθεσία: Jean Luc Godard
Πρωταγωνιστούν: Laurent Terzieff, Jean-Pierre Leaud, Nathalie Baye, Claude Brasseur, Johny Hallyday, Allain Cuny, Aurelle Doazan
Σενάριο: Allain Sarde, Phillipe Setbon, Jean Luc Godard
 Παραγωγή: Allain Sarde, Christine Gozlan,

Η σπουδαία δράση, η καταστροφική δράση υπάρχει εκεί που όλα εμφανίζονται αδρανή και ακίνητα (Βασίλης Ραφαηλίδης)

Ακολουθώντας τον μεγάλο δάσκαλο που μας άφησε νωρίς, το negra literatura μιλάει απόψε για μια ταινία δράσης και καλαίσθητου μυστηρίου στην οποία συμβαίνουν ελάχιστα. Η υπόθεση θυμίζει σπασμένο κομπολόι με τις χάντρες του να πέφτουν μία μία στο κενό του απέραντου χρόνου. Ένας μαφιόζος που θεωρεί εαυτόν άρχων του μικροσκοπικού του σκότους, περιφέρεται με την κολοβή του οικογένεια, συζητώντας για την αναγκαιότητα ύπαρξης του κακού. Που δεν μπορεί να υπάρξει δίχως το καλό, καθώς το ένα είναι πιασμένο από το χέρι του άλλου με τις χειροπέδες της διαλεκτικής. 
     Η μαφιόζικη οικογένεια περνάει αργόσχολα τις μέρες και τις νύχτες της, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, καθώς ο πατριάρχης της απαιτεί τα χρήματα που δάνεισε στον μάνατζερ ενός μποξέρ με πολλές προδιαγραφές. Τα κροσέ του πυγμάχου δεν αποδείχτηκαν ωστόσο αποδοτική επένδυση, όχι γιατί ο ίδιος είναι πλέον παλιάλογο, αλλά γιατί τον χτύπησε κατακούτελα ο έρωτας. Έτσι προτιμά τις κατ ιδία προπονήσεις με το κορίτσι του, παρά τις ανοικτές που θα τον καταστήσουν ικανό για τρόπαια.
       Ένας έρωτας γεννιέται και ένας άλλος πεθαίνει σε αυτή την μικρή σκοτεινή ιστορία. Ο πολυπράγμων μάνατζερ έχει δανειστεί χρήματα και από ένα ζευγάρι επιχειρηματιών, οι οποίοι βλέπουν εκτός από την εταιρία τους και το νοικοκυριό τους να παραπαίει. Το ζευγάρι μένει αδρανές στο ίδιο ξενοδοχείο, όχι μόνο γιατί ο μαφιόζος προηγείται στην ιεραρχία του σύγχρονου καπιταλιστικού εποικοδομήματος, αλλά και για τον βασικό λόγο ότι λεφτά δεν υπάρχουν. 
         Ακόμη και ο ντετέκτιβ της υπόθεσης δεν έχει με τι να ασχοληθεί, καθώς όλοι οι ήρωες περιμένουν κάτι να συμβεί. Δεν έχει λοιπόν τι  να κάνει, τα όσα πολύτιμα έχει αποκομίσει από τις συναντήσεις του με τον πραγματικό άρχοντα του σκότους. Όπως εύστοχα τονίζει ο Ραφαηλίδης, ο καλλιτέχνης και ο ντετέκτιβ είναι παιδιά του Διαβόλου. Και αυτό διότι, είναι από τους λίγους που μπορούν να τον συναντήσουν και να συζητήσουν μαζί του ως ίσοι προς ίσον.
         Ο έρωτας φαίνεται να σαρώνει τα πάντα σε αυτό το μικρό αριστούργημα, κάνοντας τον άγριο μποξέρ φωτεινό άνδρα και τους δρώντες του σύγχρονου παραγωγικού συστήματος αδρανή όντα. Όπου υπάρχει έρωτας, δεν υπάρχει κερδοσκοπική δράση, φαίνεται να λέει ο Godard. Ή όπου υπάρχει έρωτας υπάρχει και ακινησία του γραμμικού χρόνου των μη ερωτευμένων που εξαρτώνται από τους ερωτευμένους.
      Ο κινηματογράφος ως μια πολυδιάστατη μορφή αφήγησης είναι παρών για να καταγράψει σε πρώτο επίπεδο την ολοκλήρωση του μυστηρίου που βασίζεται στον εκβιασμό (έναν νόμιμο και έναν παράνομο), και σε δεύτερο το μυστήριο του έρωτα που είναι το μοτέρ της αφήγησης. Το χάος που επικρατεί στο τέλος, τυπικά γκονταρικό κάνει το 13 να γίνει 31 αφού πέσει η πρώτη σφαίρα. Το φινάλε απλώς κλείνει το μάτι σε όσους και όσες αντιλαμβάνονται ότι ζωή και αφήγηση είναι αλληλένδετες έννοιες.


Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Κλασικά μη Εικονογραφημένα # 4: Ο Χιονάνθρωπος

Jo Nesbo- Ο Χιονάνθρωπος (Μεταίχμιο, Γωγώ Αρβανίτη)

Πόσο διαρκεί ένα επίπονο βίωμα; Και ποιες επιπτώσεις επιφέρει στο υποκείμενο; Και κυρίως, πως εξωτερικεύει και απωθεί το βίωμα το άτομο; Όταν το ψυχικό τραύμα συνδέεται με την απουσία της μητέρας, και ιδιαίτερα στην συμβολική και  σεξουαλική της μορφή, τα πράγματα μπορούν να πάνε από το κακό στο χειρότερο. Σε τέτοιο βαθμό, που η ενηλικίωση να μετατρέψει έναν άνθρωπο σε χιονάνθρωπο.
            Η κατάσταση δεν είναι η καλύτερη τόσο για την αστυνομία του Oslo, όσο και για τον ίδιο τον Χάρι Χόλε. Ένας συστηματικός, πανέξυπνος και διεστραμμένος δολοφόνος αφαιρεί ζωές γυναικών, επιλέγοντας την αυτοδικία ως μέσο για τη δική του λύτρωση. Παράλληλα, ένας από τους αυθεντικότερους ήρωες που κυκλοφόρησαν ποτέ σε σελίδες αστυνομικής λογοτεχνίας, αισθάνεται μόνος. Η Ράκελ έχει αποφασίσει να συνεχίσει τη ζωή της δίχως αυτόν, συζώντας με έναν άλλον άντρα. Η μούχλα που φυτρώνει στους τοίχους του σπιτιού του Χόλε, είναι ένα αφηγηματικό εύρημα που λέει πολλά για την φάση που ο ίδιος βρίσκεται.
            Το αδιέξοδο που διέπει τους ντετέκτιβ των ανθρωποκτονιών εντείνεται, όσο οι φόνοι πυκνώνουν και καλύπτουν τη νορβηγική πρωτεύουσα σαν σκοτεινή ομίχλη. Οι ύποπτοι δεν είναι καθόλου συνήθεις, καθώς αποτελούν σημαίνοντα πρόσωπα της επιχειρηματικής και πνευματικής ελίτ της χώρας. Η βοηθός του Χόλε, Κατρίνε Μπράτ πέφτει στην παγίδα ενός εξ αυτών, ακριβώς γιατί δεν κατάφερε στα τριάντα τόσο χρόνια της ζωής της, να διαχειριστεί την απουσία και την απώλεια του πατέρα και να προχωρήσει.
            Ο χιονάνθρωπος κακοποιεί και σκοτώνει γυναίκες με βάση τα κριτήρια της δικής του μανιχαϊστικής ηθικής. Τα θύματα είναι έγγαμες, ελαφρών ηθών σύμφωνα με την καθεστηκυία ηθική, ενώ ο σύζυγος τους μεγαλώνει δίχως να το ξέρει το παιδί κάποιου άλλου. Κίνητρο του χιονάνθρωπου είναι η επίτευξη ισορροπίας στον διαταραγμένο ψυχικό του κόσμο, και η επικράτηση σε αυτά που βίωσε και είδε όταν ήταν μικρός. Μέσω της συνεχούς απώθησης. Ή απλώς η εκδίκηση, καθώς ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να επουλώσει το τραύμα του και να προχωρήσει. Όταν ωστόσο, έρχεται η ώρα να αναμετρηθεί με τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε, είναι όντως πολύ αργά για να κάνει τον εφιάλτη του όνειρο.
Ίσως πρόκειται για το καλύτερο μυθιστόρημα του Nesbo. Τα ερωτήματα που τίθενται από τον Σκανδιναβό μάστορα της noir πλοκής, συνδέονται τόσο με τη φύση του ανθρώπου όσο και με τις δομές που αποκτούν οι σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες. Ο Freud στο βάθος χαμογελά καπνίζοντας το πούρο του, την ώρα που η απόσταση ανάμεσα στα σημεία και στα πράγματα του μεταμοντέρνου τρόπου ζωής εξακολουθεί να μεγαλώνει. 

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Cinema Noir #4 Το Κορίτσι με το Τατουάζ



 Το Κορίτσι με το Τατουάζ
Σκηνοθεσία: Niels Arden Oplev
Σενάριο: Nicolaj Arcel, Rasmus Heisterberg, από το ομώνυμο βιβλίο του Stieg Larson
Πρωταγωνιστούν: Michael Niqvyst, Noomi Rapace, Sven-Bertil Taube, Lena Endre
Παραγωγή: Susan Billberg-Rydholm

Ο κατήφορος και ο ανήφορος ανήκουν στον ίδιο δρόμο, λέει ο Ηράκλειτος. Μπορεί το περιβόητο ρητό, να λειτουργήσει ως σινιάλο για την κατανόηση της πορείας που ακολουθεί η ανθρώπινη ζωή; Υπάρχουν ζωές που βρίσκονται διαρκώς σε άνοδο, ζωές που παρακμάζουν, ζωές αδιάφορες, ζωές γοητευτικές. Που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.Μια ανοδική καριέρα π.χ. μπορεί να σηματοδοτεί ευτυχία για έναν άνθρωπο και δυστυχία για κάποιον άλλο. Υπάρχουν επίσης γυναίκες που ευτυχούν δίχως να γίνουν μαμάδες, και μαμάδες που δεν μπορούν να ζήσουν έξω από το σπιτικό τους.
       Υπάρχουν ωστόσο και ζωές που χάνονται στο απέραντο κενό του χρόνου. Και παρόλο που κατά κανόνα λίγοι είναι οι άνθρωποι που αρέσκονται να ψάχνουν στην άμμο, ωστόσο κάποιοι εξ αυτών βρίσκουν ότι γυρεύουν. Ο Henrik Vanger,σκληρός και άτεγκτος βιομήχανος, σημαίνον στέλεχος της σουηδικής άρχουσας τάξης, στα ογδόντα φεύγα του αναζητά την αγαπημένη του ανιψιά Harriet, η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μια καλοκαιρινή μέρα της εφηβείας της. Σαράντα χρόνια μετά ο θείος της προσλαμβάνει τον Mikael Blomkvist, δημοσιογράφο που ξέρει να χώνει τη μύτη του παντού, να βρει τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Η Harriet θεωρείται νεκρή από την οικογένεια της, την στενή και την ευρύτερη, που θυμίζει αγία κλίκα που την ενώνει το αίμα και τη χωρίζει το χρήμα. Εκτός από αδρή αμοιβή ο Vanger υπόσχεται στον Blomkvist, εφόσον φέρει σε πέρας την αποστολή του, στοιχεία για τον Hans-Erik Wennerström, νεόπλουτο απατεώνα με τον οποίο ο δημοσιογράφος έχει προηγούμενα. Σε βαθμό να έχει ήδη μια καταδίκη στην πλάτη του, όταν κατάφερε να βγάλει μέρος των άπλυτων του νεοσσού επιχειρηματία στη φόρα.
     Σαν καλός εργοδότης που είναι ο Vanger,  θέλει να ελέγξει την αξιοπιστία του λαγωνικού που προσέλαβε. Προσφεύγει λοιπόν σε μια ιδιωτική εταιρία ερευνών, η οποία του εγγυάται ότι ο δημοσιογράφος είναι πιο αξιόπιστος και τίμιος και από τον σουηδικό νόμο. Η ερευνήτρια που έψαξε και δεν βρήκε τίποτα μεμπτό για τον Blomkvist, είναι το κορίτσι με το τατουάζ, η Lisbeth Salander. Εκτός από σπουδαία ντετέκτιβ, είναι ακόμη μοναδική στο είδος της χάκερ και πρώην έγκλειστη σε κατάστημα  ανηλίκων, καθώς έβαλε φωτιά  στον πατέρα της όταν αντιλήφθηκε πως κακοποιούσε συστηματικά τη μητέρα της. 
     Η ντετέκτιβ και ο δημοσιογράφος θα συναντηθούν στη μέση του δρόμου, εκεί που ο ανήφορος βρίσκει την κατηφόρα του. Θα καταφέρουν να βουτήξουν στα βρώμικα άδυτα της οικογένειας του  Vanger και να λύσουν την υπόθεση. Ακόμη θα καταφέρουν να μεταμφιέσουν τους δαίμονες που ζούνε μέσα τους, σε αγγέλους ικανούς να τους προσέχουν για μια ζωή.
     Πρόκειται για το πρώτο μέρος της περιβόητης τριλογίας του Stieg Larson. Ρυθμοί γρήγοροι όταν χρειάζεται και ρυθμοί αργοί όταν η αφήγηση κινείται στην σουηδική επαρχία, την στρωμένη από το χιόνι της ουτοπίας και της δυστοπίας μαζί. Σπουδαίες ερμηνείες, κυρίως από το ζευγάρι των πρωταγωνιστούν σε μια πολύ διδακτική ιστορία σχετικά με τις φρικτές επιδράσεις της ενδοοικογενειακής βίας.





Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Ποιήματ@ Ο Δρόμος στο Ποτάμι

μόνος βάδιζα για χρόνια
πέρα από τον βάλτο
σε μονοπάτι που φαινόταν μόνο από του ονείρου το μάτι
άκουγα πότε τον άνεμο πότε τα πουλιά
νερό έπινα από τις πηγές πλανημένων κοριτσιών
με τάιζαν μαγιά οι νεκρομάντισσες
και χώμα οι τσιρκολάνοι  

μια μέρα βροχερή
γέροντας τυφλός μου έφραξε τον δρόμο
για που το βαλες σφύριξε
από δω γυρνάνε δεν πηγαίνουν
ποιοι γυρίζουν από που ρώτησα
εκείνοι που χάνουν το φως τους
όταν θωρούν την πικροθάλασσα

αλήθεια είναι ότι υπάρχει αναθάρρησα
ωραία τα βλέμματα όταν τυφλώνονται από το φως της γέλασε
θα θαμπώθηκες για να το ξέρεις κορόιδεψα  
πρώτα τα δικά μου μικρούλη
άρα θυμάσαι 
θυμάμαι ότι την κοίταξα αλλά ξεχνάω ότι είδα
είπε και έφτυσε χάμω
άλλαξε δρόμο πάρε αυτόν που βγάζει στον ποταμό φώναξε
και έπειτα σκόνη έγινε και χάθηκε

τον χρόνο άκουσα και γύρισα το βήμα μου

βρήκα κουβάρια ιστορίες να χύνονται στα βάθη του
την κυρία Μαντώ να κατέχει τον χώρο 
γυναίκες που πλέκουν τα χέρια τους στις ίνες διπλανών σπιτιών

και ένα δέντρο γεμάτο καρπούς
χλωμό απ' έξω κόκκινο από μέσα
να καρτερεί τις εποχές
όπως ο φάρος τα καράβια

και το νερό αντανακλά τις λέξεις μου 
σαν βιβλίο που γράφεται 

πλέον η πέτρα μου ήσυχα μουλιάζει
στη βοή του ποταμού





Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Κλασικά Μη Εικονογραφημένα #3: Οι Θάλασσες του Νότου

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν- Οι Θάλασσες του Νότου (Μεταίχμιο, Βέρα Δαμόφλη)

Μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος; Και αν το μπορεί, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος γίνεται και δεν γεννιέται; Ή μήπως, οποιαδήποτε αλλαγή και αν επιτευχθεί δεν είναι παρά μια παραμόρφωση των πολλαπλών διαστάσεων του εγώ του; Που οδηγούν με μια κεντρομόλο διαδρομή στην πιο μακρινή μητέρα, δηλαδή την ουτοπία.  
     Οι Θάλασσες του Νότου, ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπαν, είναι γραμμένο κατά τη διάρκεια της μετάβασης της Ισπανίας, από τη δικτατορία του Φράνκο στην αστική δημοκρατία. Όταν τα κοινωνικά συστήματα αλλάζουν, οι ζωές των ανθρώπων γίνονται πιο εύθραυστες και η αβεβαιότητα κυριαρχεί. Ίσως γιατί λίγοι και λίγες μπορούν να διαισθανθούν που βγάζουν τα μονοπάτια της και να καταφέρουν να τα ακολουθήσουν.
        Ο Στούαρτ Πεδρέλ, εξέχων μέλος της άρχουσας τάξης,  όμορφος, πολυπράγμων και πανίσχυρος εξαφανίζεται με σκοπό να ταξιδέψει στις θάλασσες του νότου. Πρόκειται για το όνειρο ενός ανθρώπου με διπολική κοινωνική συμπεριφορά. Από τη μία  σχεδιάζει και υλοποιεί στρατηγικές που κάνουν τον πλούτο του να αυξάνεται γεωμετρικά και από την άλλη συμπεριφέρεται ως επαναστάτης διανοούμενος. Μετά από ένα χρόνο το πτώμα του βρίσκεται σε ένα γιαπί της Βαρκελώνης, που η κατασκευαστική εταιρία του σκόπευε να κάνει πολυώροφη οικοδομή. Οι οικείοι του καταφέρνουν να κουκουλώσουν το γεγονός, κυρίως να αποφευχθεί το σκάνδαλο που θα προκαλέσει διαταραχές στις επιχειρήσεις του ομίλου.
     Η λεπτή υπόθεση ανατίθεται στον Πέπε Καρβάλιο, ιδιωτικό ντετέκτιβ, πρώην κομμουνιστή, πρώην πράκτορα μυστικών υπηρεσιών, και μονίμου παρατηρητή των μετασχηματισμών που υφίσταται η ισπανική κοινωνία. Η βουτιά που κάνει στα άδυτα της άρχουσας τάξης τον κάνει σοφότερο, τον κάνει πλουσιότερο, τον κάνει να αισθάνεται πιο μόνος. Μέχρι που αντιλαμβάνεται διαβάζοντας στίχους από την Έρημη Χώρα του Elliot, σε ένα οργιώδες μεθύσι με φίλους, ότι ο νότος είναι η άλλη πλευρά του φεγγαριού.
     Η έρευνα του συνεχίζεται σε μια φτωχή συνοικία της πόλης, όπου είχε κτιστεί από τον νεκρό και την παρέα του. Ο Πεδρέλ άλλαξε την ταυτότητα του, χρησιμοποίησε γνωριμίες, έδεσε λυτούς και έλυσε χαλινάρια, ώστε να καταφέρει να γίνει αποδεκτός από ανθρώπους που εκμεταλλευόταν. Το ψυχόδραμα που λαμβάνει χώρα, ξετυλίγεται σαν πολύχρωμο κουβάρι σε μια γκρίζα κοινωνία. Μέσα από την σύγκρουση των δύο κόσμων θα γεννηθεί ένα παιδί, νόθο δημιούργημα του μυστικού γάμου της οντολογίας με τη διαλεκτική.
     Αφήγηση λογοτεχνική που σε ταξιδεύει, ευφυής χρήση του μύθου της ουτοπίας και των θαλασσών του νότου, τρυφερό βλέμμα στην ανθρώπινη τραγωδία, την τόσο διαμορφωμένη από την σκληρότητα του είδους. Ο Μανόλο κάνει ένα μοναδικό σχόλιο, που τοποθετείται μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου της αλλαγής των πραγμάτων. Σαν παλίμψηστο στο μωσαϊκό του άδικου τούτου κόσμου.
         

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ποιήματ@ Απόγεμα στην Στέγη

ήσυχη βροχή στάζει ο ουρανός
η στέγη του απογέματος συντηρείται
λουλούδια κρέμονται σαν όνειρα
λεπτές αλυσίδες στιγμών

ένας άντρας κοιτάζει στην άκρη του ορίζοντα
μια γυναίκα που αναδύεται σαν σύννεφο
από το σώμα ενός παιδιού
μικρός κλέφτης λέξεων

κεραίες σχηματίζουν μονοπάτια
σε διαδρομές βλεμμάτων
δίχως κρυφές σπηλιές
σκούρες τελείες σε πολύχρωμους τόνους

οι πληγές βγάζουν τα καλά τους
λιώνουν στα υγρά σοκάκια
μιας μικρής αόρατης πόλης
άμορφες κουκίδες σε ωραία κορμιά

κεραίες συλλέγουν εικόνες
προβολές σε μικροαστικά σαλόνια
μυστικές σκάλες βγάζουν στην στέγη

μετρικές έξοδοι σε υγρά απογέματα

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Η Γυναίκα από τη Ζυρίχη-Τελευταίο Μέρος

   Πήρε αυτός το τιμόνι. Από το cd player ακουγόταν το Leaves me Cold των Lush. Οδηγούσε γρήγορα μπαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα. Το ξημέρωμα είχε ακόμη δύο περίπου ώρες μπροστά του. Οι κάτοικοι των οικισμών γύρω από το αεροδρόμιο κοιμούνταν ακόμη, ανενόχλητοι από τις απογειώσεις και τις προσγειώσεις, επωφελούμενοι από το πρόσφατο δημοψήφισμα που οι ίδιοι έστησαν.
Μην τρέχεις τόσο πολύ. Αν τους έρθει σήμα από τις κάμερες θα μας σταματήσουν.
Πρέπει να προλάβουμε.
    Παρά τη νύστα και την κούραση, ένας επίμονος άνεμος διαύγειας ξυπνούσε το πνεύμα του. Όταν τον έβρισκαν αυτές οι στιγμές, συνειδητοποιούσε ότι δεν έκανε λανθασμένη επιλογή δραστηριότητας. Πάτησε το γκάζι παρά τη δυνατή βροχή, κάνοντας ευχή οι Ελβετοί μπάτσοι να βρισκόταν ακόμη σε φάση μακαριότητας.

   Ήταν ένα τυπικό αγροτόσπιτο της περιοχής, υπήρχαν εκατοντάδες παρόμοια εκεί γύρω. Στην αυλή παρατασσόταν περιμετρικά ενός σιντριβανιού, λουλούδια και καλοσχηματισμένοι θάμνοι, ενώ στο βάθος υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο σκυλόσπιτο. Η ησυχία που άπλωνε η αύρα του στο χώρο, ήταν αφοπλιστική. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε.
   Ζυγίζοντας τον λίγο χρόνο που είχανε στη διάθεση τους, σκαρφάλωσε από τη φυλλωσιά στο δεύτερο όροφο. Παραβίασε το μικρό παράθυρο του διαδρόμου και της έριξε την κουρτίνα βοηθώντας την να ανέβει. Καθώς σκαρφάλωνε έχασε το αριστερό της παπούτσι.
   Η νταντά του Χόφμαν, ροχάλιζε ρυθμικά στο δωμάτιο στο βάθος. Ο ίδιος κοιμόταν στη δική του κρεβατοκάμαρα με κλειστή την πόρτα. Την άνοιξε απαλά, και μέχρι να σηκωθεί, του είχε βάλει το σαρανταπεντάρι στο λαιμό.
Αν φωνάξεις σε τελειώνω, του είπε.

   Αφού τέλειωσε με την προσωπική του υγιεινή και η Μπαρτίτσι ετοίμασε καφέ, κάθισαν και οι τρεις στο μικρό δωμάτιο. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Την κοιτούσε όπως ο μελλοθάνατος τον εκτελεστή του.
Ποιος ήταν αυτός, που έκανε το νεκρό για λογαριασμό σου; τον ρώτησε στα αγγλικά.
Δεν τον έκανε για λογαριασμό μου.
Τότε για ποιον;
Για την τράπεζα.
Στα πρόσωπα τους είχε σχηματιστεί η αρχέγονη απορία του ανθρώπου μπροστά σε ένα κακό θαύμα. Ο broker ήπιε λίγο από τον καφέ του, λέγοντας, Όπου να ‘ναι θα ξυπνήσει.
Τι εννοείς; Ή τράπεζα; τον ρώτησε η γυναίκα.
Μου πρότειναν να αλλάξω ταυτότητα, να υποστώ αλλαγή των χαρακτηριστικών του προσώπου μου, με πλαστική εγχείρηση και να ξεκινήσω μια καινούρια καριέρα στην Σαγκάη. Τα λεφτά είναι υπερβολικά πολλά για να αρνηθώ.
Πόσα δηλαδή; τον ρώτησε η γυναίκα.
Της έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα, δίχως να απαντήσει.
Και γιατί σε αναγκάζουν να αλλάξεις ταυτότητα;
Γιατί το να ρίξεις την ευθύνη σε έναν νεκρό είναι πολύ ευκολότερο, από το να ψάχνεις για έναν ζωντανό.
Δεν σε καταλαβαίνω, παρενέβη πάλι η Μπαρτίτσι.
Ήπιε μια ακόμη γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο, κρατώντας το με τα δύο του χέρια που έσμιγαν από τις χειροπέδες. Μέχρι τις 12 σήμερα το μεσημέρι, περίπου σαράντα εκατομμύρια ευρώ ορισμένων  καταθετών μας θα χαθούν. Όταν λέω ότι θα χαθούν, εννοώ ότι αυτοί είναι οι χαμένοι περίπου είκοσι άτομα, αν θυμάμαι καλά. Η τράπεζα θα τα παίξει σε ένα στοίχημα, με αντικείμενο την άνοδο του αυστραλιανού δολαρίου. Έχουμε εσωτερική πληροφόρηση ότι το δολάριο θα πέσει. Ως αντάλλαγμα για αυτήν την κίνηση, θα γλιτώσουμε τα ενοίκια για τα πέντε πρώτα χρόνια στα γραφεία μας στη Σανγκάη.
Και τα δικά μου χρήματα;
Και τα δικά σου. Κάποιος ανταγωνιστής ή συνεργάτης μας έχει ανάγκη από ρευστότητα. Εμείς πρέπει να διεισδύσουμε άμεσα στην αγορά της Κίνας. Είναι τόσο απλό. Θα φανεί ως τεχνικό λάθος, ενός νέου στελέχους που ανέλαβε τα καθήκοντα μου, μετά τη δολοφονία μου. Ως λάθος που οφείλεται στην ταραχή και στο άγχος του. Η τράπεζα θα τον απολύσει για τα μάτια του κόσμου, και μάλλον θα τον στείλει κάπου αλλού, όπως  εμένα.
Η γυναίκα σηκώθηκε και του έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι. Για λίγο επικράτησε σιγή.

   Ο ντετέκτιβ σηκώθηκε όρθιος. Τον διέταξε να πάει στην ηλικιωμένη γυναίκα και. να της δώσει ένα υπνωτικό με κάποια αφορμή.
Αλλιώς ξέχνα την Σαγκάη.
Όταν επέστρεψε του έδειξε το laptop του. Θα μεταφέρεις τα χρήματα της κυρίας Μπαρτίτσι και του αδελφού της σε δύο νέους λογαριασμούς, σε μια τράπεζα με υποκατάστημα στο αεροδρόμιο. Και αφού τελειώσεις θα το εκτυπώσεις, ώστε να υπάρχουν αποδείξεις. Και γρήγορα, του είπε βάζοντας το πιστόλι στα πλευρά του.
Και αν δεν το κάνω;
Είσαι νεκρός για όλους. Η τράπεζα θα προτιμήσει να ξεχάσει μια πραγματική αυτή τη φορά δολοφονία, για να μη θυμάται κανείς στις επόμενες χρήσεις το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει.
Θα την πληρώσει κάποιος υφιστάμενος μου.
Ο ντετέκτιβ αγνόησε το σχόλιο, σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας.

Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε σε λίγα λεπτά. Αφού πήραν τα παραστατικά, έφυγαν με σκοπό την αναζήτηση της τράπεζας. Καθώς έφευγαν, η Μπαρτίτσι του έδειξε στο κινητό της ότι τον είχε βιντεοσκοπήσει.
Έτσι θα είσαι φρόνιμο παιδί, του υπενθύμισε.
Το πρόσωπο του είχε μυρμηγκιάσει και την κοιτούσε με φθόνο. Σε λίγο όμως, αυτό το πρόσωπο δεν θα υπήρχε.

   Στο δρόμο ξαφνικά για το αεροδρόμιο, πήρε το τιμόνι από τα χέρια του και το έστριψε απότομα σε έναν χωματόδρομο. Τι κάνεις; της φώναξε.
Τον αγκάλιασε σφιχτά από το λαιμό, και φιλήθηκαν εκεί στην άκρη του δρόμου για μερικά ατέλειωτα λεπτά. Η βροχή συνέχισε να πέφτει, ωθώντας μικρούς πολύτιμους λίθους να κυλήσουν για λίγο στο ίδιο ρυάκι.


   Στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης σε λίγο θα νύχτωνε. Το  λυκόφως αγκάλιαζε την καθαρή ατμόσφαιρα, που ήταν διάφανη μετά τη δυνατή βροχή. Η γυναίκα σε λίγο πετούσε με τη βραδινή πτήση για Σάο Πάολο. Του είχε ζητήσει να τα παρατήσει όλα και να την ακολουθήσει. Ήταν πολύ αδύναμος για να πει ναι, πολύ μόνος για να μην πει όχι. Η αναγγελία για την πτήση επιστροφής του προς τη Ρώμη, τον έκανε να σηκωθεί από τη θέση του. Η προσδοκία της αναζήτησης στους άγνωστους λειμώνες, του ζέστανε το αίμα. 

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Η Γυναίκα από τη Ζυρίχη-Παρουσίαση στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Δράμας

Το Σάββατο που μας πέρασε η Γυναίκα από τη Ζυρίχη παρουσιάστηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Media Lab: Μαραθώνιος Δημιουργικότητας, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Δράμας.

Ευχαριστώ όλες και όλες, που μου έδωσαν τη χαρά να συμμετάσχουν στην εκδήλωση.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες ωστόσο οφείλω:


  • στη φίλη, φιλόλογο και ηθοποιό Άννα Αμασόγλου που παρουσίασε το διήγημα
  • στο προσωπικό της βιβλιοθήκης για τη φιλοξενία τους και ιδιαίτερα στη διευθύντρια Μαρία Καπία και στον βιβλιοθηκονόμο Δημήτρη Λουλόπουλο
  • στους εθελοντές που αφιέρωσαν μέρος του πολύτιμου χρόνου τους για να στηθεί η εκδήλωση.
Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό από την παρουσίαση













Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Μαραθώνιος Δημιουργικότητας στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Δράμας



Σήμερα και αύριο από τις 10 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Δράμας λαμβάνει χώρα ο Μαραθώνιος Δημιουργικότητας. Σας περιμένουμε όλες και όλους!!!

Ακολουθεί το Πρόγραμμα των Εκδηλώσεων





και ένα τραγουδάκι για να ξεκινήσουμε με κέφι





Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Κλασικά Μη Εικονογραφημένα # 2: Η Ζωή η Ίδια

Paco Ignacio Taibo II-Η Ζωή η Ίδια  (Άγρα, Κική Καψάμπελη)

Γραφή η Ζωή, είναι το ερώτημα που απασχολεί απανταχού τους γραφιάδες της οικουμένης. Πρώτα παρατηρείς και μετά γράφεις, λέει ένας χρυσοποίκιλτος κανόνας της λογοτεχνίας. Πρώτα ζεις, χορταίνεις πίκρα, συγκινήσεις, έρωτα, μίσος, φιλία, προδοσίες και μετά γράφεις για το ανθρώπινο είδος και την κυκλοφορία του στη ζωή, μου θυμίζει το ένστικτο του ερευνητή. Και πως συνεχίζεις να ζεις όταν δεν μπορείς παρά να γράφεις, ξεπηδά από το κενό της διαλεκτικής η νέα ερώτηση. Που επιζητά νέες  απαντήσεις που θα δώσουν ώθηση στο Σισύφειο γαϊτανάκι.
            Ο Paco Ignacio Taibo II (ο Δεύτερος, ο Πρώτος ήταν ο μπαμπάς του), εξόριστος Ισπανός στο Μεξικό από τα παιδικά του χρόνια λόγω της χούντας του Φράνκο, πιο Μεξικανός όμως και από τους αυτόχθονες, κατάφερε να μετασχηματίσει το προαναφερόμενο σχήμα σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Η Ζωή η Ίδια είναι ένα εκπληκτικό μυθοπλαστικό αφήγημα, με αρχή μέση και τέλος της προσπάθειας του διανοούμενου να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Θέμα του βιβλίου, είναι κατά πόσο ένας συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αφήσει την πένα και να πάρει τα  όπλα (κυριολεκτικά), καθώς αναλαμβάνει αρχηγός της δημοτικής αστυνομίας σε μια εξόχως προβληματική περιοχή της χώρας.
            Ο Χοσέ Δανιέλ Φιέρρο (το όνομα του συγγραφέα στο βιβλίο), αφήνει την καλή του, την ήσυχη κουλτουριάρικη ζωή του, και προσπαθεί να φορέσει τα γαλόνια μιας ζωής, που ούτε στα πιο τραβηγμένα noir μυθιστορήματα δεν υπάρχει. Πλαισιώνεται από ένα σύνολο γενναίων ανδρών που ξέρουν πολύ καλά τους κανόνες ενός παιχνιδιού, το οποίο ωστόσο θέλουν να αλλάξουν. Προς όφελος των πολλών και εις βάρος των λίγων, που χαίρονται τα αποτελέσματα του. Συνωμοσίες, πιστολίδι, χτυπήματα κάτω από τη μέση και μια ιστορική συγκυρία που μόνο με το μέρος τους δεν είναι, κάνουν την επανάσταση τους όνειρο μεξικάνικης νύχτας. Η φυλακή δέχεται τους αντάρτες όπως η μητέρα ουτοπία τα παιδιά της. Το εύρημα της τελευταίας σελίδας, με τους φυλακισμένους να θέλουν να παίξουν σκάκι εντός της φυλακής, συνοψίζει εν πολλοίς τα όσα συνέβησαν και κατέληξαν στις αγκάλες της.
            Έντονοι ρυθμοί στην αφήγηση, με παρεμβάσεις φιλοσοφημένης και αποστασιοποιημένης συχνά οπτικής, κάνουν το μυθιστόρημα να εισχωρεί στο πνεύμα σαν σπόρος καρπών που θέλουν ακόμη τον χρόνο τους. Τα γράμματα του Χοσέ Δανιέλ Φιέρρο, στην αγαπημένη του Άννα-η οποία από την αρχή διαφωνεί με την επιλογή του- λένε πολλά περισσότερα για την σχέση ανάμεσα στην πολιτική στράτευση του συγγραφέα και στη ζωή την ίδια. Εκεί άλλωστε που σταματάει η πένα μας, ξεκινά ξανά η ζωή που συχνά είναι τόσο λίγη που μόνο με αλλαγές μπορεί να γίνει υποφερτή.
            Ένα noir μυθιστόρημα όχι μόνο για τους συγγραφείς, αλλά και για τους αναγνώστες. Η προσφορά του έγκειται στις πολλαπλές όψεις της ζωής, στην προσπάθεια της γραφής να τις καλύψει και στην αδυναμία του ανθρώπου να τις αλλάξει. Θεμελιώνοντας το όνειρο έρχεται η έμπνευση, μας λέει εδώ ο Taibo και έχει δίκιο.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ποιήματ@Το Λούκι




Κάθε που βρέχει
το λούκι στάζει
τικ τακ τικ τακ
σαν ρολόι που μετράει τα κενά
τικ τακ τικ τακ
μελωδία που ψάχνει λέξεις

της βροχής

μέσα στο λούκι
τρέχει ένα γατί
και όταν βρέχει
προσπαθεί να βγει
γλιστρώντας
από την κορυφή στον πάτο
χλαπ χλοπ χλαπ χλοπ
του Σίσυφου το βήμα
χλαπ χλοπ χλαπ χλοπ
στου Προκρούστη το βλέμμα

στο κενό

και ο ήλιος όταν βγαίνει
το γατί ονειρεύεται

τη βροχή να πέφτει
από την κορυφή στον πάτο
τικ τακ χλαπ χλοπ
χλαπ χλοπ τικ τακ
περιμένοντας  τις ώρες
  μουσικές να γίνουν
για να έρθει
ένα πουλί
και το λούκι
καταρράκτη να κάνει

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η Γυναίκα από τη Ζυρίχη-Δεύτερο Μέρος





   Είχε να σκοτώσει δύο ώρες μέχρι να ανοίξουν οι τράπεζες. Ψιχάλιζε στη Ζυρίχη, και η νοτισμένη Limmatquai[i] πότιζε την ατμόσφαιρα με όλη τη γοητεία της. Τα καλοκουρδισμένα τραμ κυκλοφορούσαν άδεια, η πόλη ακόμη άνοιγε τα βλέφαρα της. Κάπνισε ένα χρυσό Καρέλια κοιτώντας το ποτάμι να κυλάει, μεταφέροντας τους αμφίσημους αιώνες μιας Ευρώπης που χάνεται.
   Όταν τέλειωσε το πρωινό του και βγήκε από το μικρό καφέ απέναντι από την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, κόντευε δέκα. Ήθελε να προλάβει τον broker πριν πλακώσει η δουλειά, από τα χρηματιστήρια άλλων ηπείρων. Το πλήθος που ήταν μαζεμένο, έξω από την κεντρική είσοδο της τράπεζας τον ξάφνιασε. Άνοιξε δρόμο, σπρώχνοντας άλλα στοιβαγμένα σώματα, υπνωτισμένα από τις διδαχές της ψυχολογίας της μάζας. Ο Χέλμουτ Χόφμαν, κοίταζε τον κόσμο από το απόλυτο μηδέν, στο οποίο είχε περάσει πριν λίγο. Δεν κυλούσε αίμα από κανένα σημείο του κορμιού του, δεν υπήρχαν ίχνη πάλης πάνω του. Το δεξί του χέρι, μάλλον προσπαθούσε να πιάσει την καρδιά του, όμως από το στόμα του είχε τρέξει αφρώδες υγρό. Απαθανάτισε το μακάβριο θέαμα με το κινητό του, δίχως να γίνει αντιληπτός από το ξαφνιασμένο πλήθος.
  Παρά το μοιραίο γεγονός, δίπλα στον κόσμο, που πλέον παρατηρούσε τους τραυματιοφορείς να συλλέγουν το πτώμα, μια άλλη ομάδα παραπονιόταν σε οργισμένα γερμανικά για την αργοπορία στις λειτουργίες της τράπεζας. Με τα πολλά η πόρτα άνοιξε και οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στο κτήριο σαν σμήνος πουλιών σε κυματοθραύστη.
Γεμίσαμε επενδυτές και καταναλωτές, του είπε στα ιταλικά ο πορτιέρης της τράπεζας κλείνοντας του το μάτι.

   Έπρεπε άμεσα να ενημερώσει τα κεντρικά, καθώς ο βασικός στόχος ήταν νεκρός και ο ίδιος βρισκόταν στην Ελβετία. Από το ξενοδοχείο τον είχαν πληροφορήσει με sms, για check in μετά τις 2. Γνώριζε ότι στη χειρότερη θα του ζητούσαν να επιστρέψει, και καθώς το μυαλό του καιγόταν από τις στροφές, θυμήθηκε ότι η ψυχομάνα του Χόφμαν έμενε λίγο πιο πάνω.
   Το αεροδρόμιο έσφυζε από κίνηση ως συνήθως. Χρησιμοποίησε το skype για να μιλήσει με το γραφείο, διαλέγοντας τον λογαριασμό Riverboy. Μίλησε με τη Diana, τη δεύτερη τη τάξει γραμματέα του γενικού. Καθώς περίμενε την απάντηση, σχημάτιζε στο μυαλό του απίθανες εκδοχές της υπόθεσης . Σε δέκα λεπτά η απόκριση ήρθε γραπτώς, Πιάσε δωμάτιο στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου με διαφορετικό όνομα, και φρόντισε η νοικοκυρά να μην χάσει τα κουζινικά της. Εντολή που σήμαινε πως η Μπαρτίτσι έπρεπε να πάρει τα χρήματα της όπως και να ‘χε το πράγμα.
   Όταν ξύπνησε σουρούπωνε. Το μέρος του αεροδιαδρόμου που φαινόταν από το μακρόστενο παράθυρο του δωματίου του, έδειχνε σαν μια μικρή προέκταση του μαβί ουρανού. Τα λίγα πορτοκαλιά σύννεφα έμοιαζαν από τον δέκατο έβδομο όροφο, με μαδημένες τουλίπες που χαϊδεύουν τα συμμετρικά φτερά των αεροπλάνων. Πριν μπει για μπάνιο, έπνιξε την παρόρμηση να πάρει την πρώτη πτήση ψάχνοντας την άκρη του ουρανού.
   Ντύθηκε και κατέβηκε προς τον υπόγειο, για να πάρει το τρένο για την πόλη. Μπλέχτηκε λίγο με εγκλωβισμένους ταξιδιώτες στα περιθώρια της ανταπόκρισης. Χασομέρησε στην ενδιάμεση ζώνη, ψάχνοντας για στιγμές διαφορετικές, έτοιμες να δοθούν σε έμπειρα βλέμματα. Μέσα στο βαγόνι μια πιτσιρίκα έστελνε μηνύματα στο facebook του φίλου της, που καθόταν απέναντι. I just commented on your profile, τον ενημέρωσε. About the party? τη ρώτησε. No something else.[ii]
   Κατέβηκε στον κεντρικό τερματικό όπως και το πρωί, μόνο που εκείνη την ώρα οι αποβάθρες ησύχαζαν στην ερημιά τους. Έδωσε στον ταξιτζή τη διεύθυνση του αδελφού της Μπαρτίτσι, και αφέθηκε να κοιτάζει τη Ζυρίχη που κατέβαζε τα ρολά. Ήταν όμορφη η πόλη δείχνοντας μέσα στα σκοτάδια της, φωτεινότερα τα σοκάκια, τις στοές και τα νερά της.
   Ήταν μια επταώροφη οικοδομή φυτεμένη παρέα με όμοιες της, σε ένα σχετικά μεγάλο οικοδομικό μπλοκ. Μεταξύ των κτηρίων αναπτύσσονταν στενάχωρες παιδικές χαρές, βρώμικα πάρκα και ανισόπεδες ράμπες για skateboard. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τη φωνή της από το θυροτηλέφωνο, και ανέβηκε με τα πόδια στον δεύτερο όροφο. Τον περίμενε μια ανοικτή πόρτα και η μελωδία από το Autumn Leaves του Keith Jarrett, που δυνάμωνε καθώς πλησίαζε.
Σε περίμενα, του είπε καθισμένη σε μια εκρού μπρεζιέρα με ένα λεπτό τσιγάρο στο χέρι.
Περίμενες να έρθω για να συναντήσω τον αδελφό σου, και σκέφτηκες να τον αντικαταστήσεις;
   Αντί για απάντηση, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο της, βγάζοντας αργά αργά τα ρούχα της. Έμεινε με τα εσώρουχα πριν χαθεί στα βάθη του διαδρόμου λέγοντας, χωρίς να γυρίσει, Θα ντυθώ, να πάμε μια βόλτα. Έπνιξε τον πόθο του, περισσότερο από αμηχανία, παρά από επαγγελματισμό. Εμφανίστηκε σε μερικά λεπτά ντυμένη, με καφέ κοτλέ εφαρμοστό παντελόνι, καρό πουκάμισο και μποτάκια.

   Όταν βγήκαν είχε αρχίσει και πάλι η βροχή. Κατευθύνθηκαν βόρεια, και σε μισή ώρα περίπου έφτασαν σε ένα σκοτεινό χωριό. Σε όλη τη διαδρομή δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Κοιτούσε από τον καθρέπτη του συνοδηγού το μισοφωτισμένο τοπίο να χάνεται, λογιζόμενος την πιθανότητα να βρεθεί άνεργος.  Λίγο πιο πέρα είναι η Βαυαρία, συνειδητοποίησε. Το μέρος έμοιαζε με νεκροταφείο ακινήτων, καθώς ελάχιστα κτήρια είχαν φως.
   Μπήκαν στη μοναδική ανοικτή μπυραρία, που λειτουργούσε και ως πανδοχείο. Εκτός από μερικά ζευγάρια που φλυαρούσαν στο μπαρ, υπήρχε μόνο μια παρέα που έπινε ήσυχα σε ένα τραπέζι.
Τους ξέρεις αυτούς εδώ;
Όσο και εσύ.
Και γιατί με έφερες εδώ;
Για αυτόν το λόγο.
   Παρήγγειλαν ουίσκι για εκείνον και βότκα πορτοκάλι για εκείνη. Από τον υπολογιστή του μπαρ και προς τα κρεμασμένα ηχεία, μεταδιδόταν το Wild Ones των Suede.
Κανένα σύννεφο δεν είναι άδειο, του είπε καθώς κοιτούσε τις επιγραφές πάνω από το κεφάλι του μπάρμαν.
Το δύσκολο είναι να βρεις, τι γίνεται πριν τη βροχή, της απάντησε.
Το δύσκολο είναι να μάθεις να ζεις τις στιγμές όταν βρέχει.
Όταν βρέχει, νιώθω πιο άνετα, της είπε.
Γιατί;
Γιατί σχεδόν όλα διακρίνονται στα πρόσωπα. Λίγα πράγματα κρύβει η βροχή. Όπως τα σύνορα τη νύχτα.
Και ψάχνεις πιο εύκολα;
Ή με βρίσκουν πιο εύκολα αυτά που ζητάω.
   Φιλήθηκαν αθόρυβα, δυο φύλλα που σμίγουν στον αγέρα του φθινοπώρου. Έσμιξαν σε ένα από τα λίγα δωμάτια της πανσιόν, ακούγοντας μονάχα τη βροχή που έπεφτε. Όταν ξύπνησε, κόντευε δύο το πρωί. Τα ίχνη από τα φώτα του δρόμου, έπεφταν πάνω στο γυμνό της κορμί. Μια στάλα σάλιου κυλούσε αντίθετα, από το μισάνοιχτο της στόμα προς το αυτί της, αφήνοντας στο κοιμισμένο πρόσωπο της ίχνη ζωής.
   Το πρόσωπο του νεκρού, ήρθε μπροστά του ξαφνικά. Ήταν όμως το πρόσωπο μιας φωτογραφίας; Της φωτογραφίας που του είχε αφήσει η γυναίκα, μετά την πρώτη και μοναδική επίσκεψη της στο γραφείο. Έβγαλε τη φωτογραφία, από το βυθό της εσωτερικής τσέπης του αδιάβροχου του. Έπειτα έψαξε για το κινητό του και αφού το βρήκε, ζούμαρε ώστε να σταθούν δίπλα δίπλα το ψηφιακό και το χάρτινο τεκμήριο.
   Από το δεξί μάγουλο του Χόφμαν, έλειπε στην πρωινή φωτογραφία η χαρακτηριστική κρεατοελιά του. Εστίασε ταυτόχρονα με το μεγεθυντικό φακό στη φωτογραφία.  Η ελιά ήταν στο πρόσωπο του, σημάδι ανεξίτηλο του αίματος. Ζούμαρε ακόμη περισσότερο στη φωτογραφία του κινητού. Μερικά εκατοστά πιο πέρα από το στίγμα που άφηνε στο έδαφος, ο αφρός που έτρεχε από το στόμα του, βρισκόταν μια ψεύτικη ελιά - μάλλον από σφουγγάρι πρώτης ποιότητας, υπέθεσε.
   Χάιδεψε παρατεταμένα το χέρι της, ώστε να ξυπνήσει. Του χάρισε ένα χαμόγελο νεράιδας, κοιτώντας τον στα μάτια. Τη φίλησε απαλά στα χείλη, και της έδειξε τις φωτογραφίες. Αφού γύρισε από το μπάνιο, τις κοίταξε με προσοχή.
Είχε μία κρεατοελιά στο πρόσωπο. Ο μπαμπάς συνεχώς τον πείραζε γι αυτό. Μάλιστα, μια φορά έκανε τη χοντράδα να τον τσιμπήσει εκεί.


[i] Κεντρική οδός που διασχίζει τη Ζυρίχη κατά μήκος του ποταμού Limmat.
[ii] Αγγλικά στο Κείμενο. Μτφ: Μόλις έκανα ένα σχόλιο στο Προφίλ σου/ Για το Πάρτι;/ Όχι, κάτι αλλο.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Κλασικά Μη Εικονογραφημένα #1: Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές



James Cain. Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές (Ιωάννα Κατρατζαφέρη, Μεταίχμιο)

Ο έρωτας ως αντώνυμο ή συνώνυμο του θανάτου είναι ένα από τα βασικά θέματα της λογοτεχνίας. Ο απαγορευμένος έρωτας, δηλαδή εκείνη η μορφή έλξης που δεν καθίσταται αποδεκτή από τα χρηστά ήθη, για σοβαρούς ή αστείους λόγους αδιάφορο, είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει όσο λίγα τη noir λογοτεχνία. Θεμελιώδες έργο αυτής της κατηγορίας είναι το δράμα Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές.
            Η υπόθεση θυμίζει ιστορία που έχεις ακούσει κάποτε και προκάλεσε την οργή, τη θυμηδία ή απλώς την υπενθύμιση ότι ζεις σε έναν άσχημο κόσμο.  Μια νέα γυναίκα, η πανέμορφη και φτωχή Κόρα, είναι παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερο της άντρα. Ο Νικ Παπαδάκης, μετανάστης που έχει πιάσει την καλή λειτουργώντας μια ταβέρνα κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου, είναι άσχημος και πεζός. Το γρήγορο χρήμα που έχει καταφέρει να κερδίσει, τον έχει κάνει να αντιληφθεί άμεσα την σημασία της ιδιοκτησίας. Με αποτέλεσμα να θεωρεί την σύζυγο του, μια κοσμητική προέκταση της.
            Μέρος της καθημερινότητας τους, γίνεται ο πλάνητας Φρανκ Τσέιμπερς, νέος όμορφος και ταλαντούχος με εμπειρίες που κινούνται γύρω από τα ελαστικά όρια της νομιμότητας. Ο Παπαδάκης προσλαμβάνει τον Φρανκ, ως παιδί για όλες τις δουλειές στη μπίζνα του, προσπαθώντας να τον κρατά όσο πιο μακριά από την Κόρα. Ωστόσο, η φύση αργά ή γρήγορα εκδηλώνει τις δυνάμεις της. Έτσι το γαϊτανάκι του τρελού έρωτα, δεν αργεί να κάνει την εμφάνιση του. Όμως όσο και να κρύβονται οι δύο εραστές, εξακολουθούν να είναι δέσμιοι του κατά συνθήκη αφεντικού τους. Παρά τις επάλληλες προσπάθειες διαφυγής, το οικονομικό τους πρόβλημα σε μια Αμερική που μαστίζεται από την οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, μπορεί σύμφωνα με τα ηθικά τους κριτήρια να λυθεί μόνο με τον φόνο.
            Οι δύο νέοι επέλεξαν τη λύτρωση του έρωτα σε έναν κόσμο φτιαγμένο σε υλικά μέτρα. Οι βλάσφημοι δεν αργήσουν να συλληφθούν, και να έρθουν αντιμέτωποι με τις πράξεις τους. Ο φόνος ενός αθώου ανθρώπου, που κατάφερε να υλοποιήσει το αμερικάνικο όνειρο, ενός ανθρώπου που κατά τα φαινόμενα δεν πείραξε ποτέ του μυρμήγκι, συνιστά μεγάλη ιεροσυλία. Η Κόρα και ο Φράνκ, είναι δυο θύματα όχι μόνο του συστήματος, αλλά και των ίδιων των εαυτών τους. Δεν έχουν τη διαύγεια να δώσουν μια ευκαιρία στον έρωτα τους, προτιμώντας τη φυγή από το φόνο ώστε να έχουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν κατάματα την κοινωνική υποκρισία.
      Γραμμένο με νεύρο, το βιβλίο βασίζεται στην ταχύρρυθμη αφήγηση και στους έντονους διαλόγους. Κατα τον αφηγημητατικό αυτό τρόπο η αγωνία και το αδιέξοδο του ζευγαριού εκφράζονται άμεσα. Ακόμη οι εναλλαγές στο τέμπο των γεγονότων, υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα ως βιωματική κατάσταση των ηρώων. Η αντίστιξη ανάμεσα στον έρωτα και στην καθεστηκυία ηθική περιγράφεται με γλαφυρές αναφορές στην ψυχολογική υπόσταση των φυγάδων και των διωκτών τους. Το προδιαγεγραμμένο τέλος τους. υπενθυμίζε τα όρια μεταξύ της συμβατικής και της πραγματικής ελευθερίας.
        Κλείνοντας, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι το βιβλίο έχει μεταφερθεί πολλάκις στον κινηματογράφο. O Tay Garnett (Postman Always Ring Twice), o Luchino Viskonti (Obsession), o Θόδωρος Αγγελόπουλος (Αναπαράσταση), και ο Bob Rafelson (Postman Always Ring Twice), χρησιμοποίησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ιστορία του James Cain,  δημιουργώντας κλασικά εικονογραφημένα φιλμ.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ιστορία, Μυθοπλασία, Noir Λογοτεχνία



Σημασία δεν έχει να κάνεις εικόνες με νόημα, αλλά να δίνεις νόημα στις εικόνες. (Jean Luc Godard)


Το νερό συνήθως κυλάει στο αυλάκι, λένε οι άνθρωποι που γνωρίζουνε τη φύση. Υπάρχουν όμως ορισμένες σταγόνες, που ξεφεύγουν από την πορεία και δροσίζουν τα γύρω τους. Με ποιον τρόπο, αποχωρούν αυτές οι σταγόνες από τη ροή του νερού; Και που σταματάει η ανεξέλεγκτη φορά τους;
            Η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να υπεισέρχεται σε πεδία, που κατά κανόνα δεν είναι ορατά από το μάτι του ιστορικού. Πρόκειται για το μάτι που συνήθως φοράει επίσημες διόπτρες, ή έχει μάθει να (αυτό)λογοκρίνεται, αποφασίζοντας για τις διαστάσεις που πρέπει να ακολουθήσουν τα βλέμματα του κοινού. Πρόκειται για  το μάτι, που πρώτα σκέφτεται, μετά κοιτάζει και ακολούθως καταγράφει. Η ιστορία άλλωστε γράφεται από τους νικητές. Αν και συχνά αυτοί αδυνατούν να συγκρατήσουν τον κομπασμό τους, και καταφέρνουν να παραθέσουν τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο που τελικά ευνοούνται οι ηττημένοι. Η περίπτωση του ελληνικού εμφυλίου είναι ενδεικτική.
              Οι ηττημένοι της Ιστορίας ή όσοι δεν διακρίνονται στις καθεστηκυίες αφηγήσεις της, αναζητούν πομπούς για να μεταδώσουν τις εμπειρίες τους. Η λογοτεχνία είναι ένα σημαίνον, που διαρκώς αναζητά να γεμίσει τους κόλπους της με σημαινόμενα. Οι noir αφηγήσεις βρίθουν από καλούς και κακούς που με τον τρόπο τους και κυρίως με τις πράξεις τους, επιδιώκουν να μας πούνε τη δική τους ιστορία. Ρίχνοντας το στίγμα τους στη θάλασσα, και προσδοκώντας να βρεθεί κάποτε σε μια ερημική παραλία από έναν συνένοχο.
            Εκτός όμως από τους όρους συγγραφής και διδασκαλίας της ιστορίας υπάρχουν τα κενά. Τα κενά δεν μπορούν να λάβουν διαστάσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι αδύνατο να μετρηθούν. Ακόμη, και αν χρησιμοποιήσουμε την (εντελώς) φανταστική γεωμετρία του Riemann ή του Lobachevsky, τα κενά εξακολουθούν να παραμένουν καθώς (ανά)παράγονται από τις πολλαπλές διαστάσεις του βλέμματος. Ή εναλλακτικά διατυπωμένο, από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι κάθε βλέμμα, συνιστά και μια αυθύπαρκτη διάσταση, όπως συνήθιζε να τονίζει ο Βασίλης Ραφαηλίδης.
           Ένα έγκλημα δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την επίμονη παρουσία ενός κενού. Ο δολοφόνος, ένα πρόσωπο το οποίο είναι βλάσφημο καθώς ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια και προσεγγίζει τα  θεϊκά, μέσω της  αυτοδικίας, έχει ως κίνητρο την κάλυψη ενός κενού. Με προσωρινά και συνεπώς μάταια αποτελέσματα. Ο δολοφόνος και ο διώκτης είναι μοιραία πρόσωπα, ενωμένα για πάντα με τα δεσμά μιας μυστικής γνώσης. Μιας γνώσης που έχει δημιουργηθεί σε έναν κόσμο που μόνο πορεία τυχαίου περιπάτου δεν ακολουθεί. Οι πιο καλοί ντετέκτιβ στα αστυνομικά μυθιστορήματα, γνωρίζουν άλλωστε, ότι η δικαιοσύνη που αποδίδεται μοιάζει με κόκκο άμμου που ρίχνεται στην κλεψύδρα του ατέλειωτου χρόνου. Εξακολουθούν όμως να ψάχνουν στην άμμο, ξέροντας ότι με αυτόν τον τρόπο και οι ίδιοι τους μπορούν να αγγίξουν τις αχτίνες της εσώτερης λύτρωσης.
          Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα τόσο κρίσιμα και τόσο έντονα, που δημιουργούν χάσματα και όχι απλώς κενά. Ο ορισμός του Engels για την ιστορία, ότι πρόκειται για μια συνισταμένη που δημιουργείται από διαφορετικές και αντικρουόμενες μεταξύ τους συνιστώσες, με το τελικό αποτέλεσμα στην απόλυτη μορφή του να μην είναι επιθυμητό από κανέναν, υπονοεί περισσότερα από όσα διατυπώνει. Δεν είναι σπάνιο σε μια συναρπαστική noir ιστορία οι διώκτες να κάνουν παζάρια με τους διωκόμενους, φοβούμενοι για τους δικούς τους λόγους, μην πέσουν ξαφνικά στο απόλυτο μηδέν του ιστορικού χάσματος.
Τα χάσματα δημιουργούνται με άλλα λόγια, όπως το νερό κυλάει στο αυλάκι. Η noir λογοτεχνία γεννάται στις διαδρομές των σταγόνων που αφήνουν το αυλάκι για άλλες διαδρομές. Οι λέξεις της ανατρέφονται εκεί που δεν φτάνουν οι ακτίνες του (ιστορικού) φωτός, αλλά διαθλάται μόνο το βλέμμα του ντετέκτιβ. Ψάχνοντας για την κρυμμένη κατάσταση των πραγμάτων και προσπαθώντας να τη μεταδώσει στο φιλοθεάμον κοινό.
 Είναι η noir λογοτεχνία το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα; Προσωπικά, πιστεύω πως ναι. Η άποψη μου στηρίζεται σε όλα τα προαναφερόμενα, που παρουσιάστηκαν με έμμεσο τρόπο, καθώς είναι προτιμότερο να μιλάς έμμεσα παρά άμεσα για την τέχνη σου. Γνωρίζω πως οι ενστάσεις είναι πολλές, μα λίγες τεκμηριώνουν την άποψη τους. Οι σημαντικότερες εξ αυτών, υπογραμμίζουν ότι η noir λογοτεχνία δεν μπορεί εύκολα να συνδεθεί με τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού εποικοδομήματος. Συνήθως  όμως προέρχονται από φωνές που αδυνατούν να κατανοήσουν την πολυδιάστατη υπόσταση των σημερινών κοινωνιών. Ένας κόσμος που αλλάζει τόσο γρήγορα, λες και βρίσκεται σε πεδίο κινούμενης άμμου, χρειάζεται τις αφηγήσεις του. Που γεμίζουν τα κενά με λογοτεχνικό τρόπο.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός που υφίσταται η ελληνική κοινωνία, δεικνύει μια μοναδική ευκαιρία για noir αφήγηση . Ίσως για αυτόν τον λόγο, η τοπική λογοτεχνική πιάτσα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταστροφής από την απόρριψη προς τη αποδοχή του είδους. Μέχρι πρόσφατα, ημιμορφωμένοι κριτικοί τόνιζαν σε κάθε δεύτερη ευκαιρία, πως πρόκειται για λούμπεν λογοτεχνία που απευθύνεται σε αναγνώστες με περιορισμένη αισθητική επάρκεια. Η πρεμούρα τους να μιλήσουν για τους νέους τίτλους, τονίζοντας το κενό που υπάρχει στην καταγραφή της νεοελληνικής περίπτωσης με όρους noir, κουνάει το μαντήλι σε ένα τρένο που μόλις ξεκίνησε.