Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Αναγνώσεις: Μπλε Άσπρο Μαύρο

από τον Πάνο Ιωαννίδη


Αν δεχτούμε ότι υπάρχει μια λογοτεχνία του υποθετικού, μια λογοτεχνία δηλαδή που καταγράφει και ερευνά μέσα από τις μορφές και τα περιεχόμενα της, μια υποθετική μα κοντινή συνάμα στην κυρίαρχη κατάσταση των πραγμάτων, τότε το μυθιστόρημα του Karim Amelllal με τον εύγλωττο τίτλο Μπλε Άσπρο Μαύρο (Πόλις, Μιχάλης Μητσός), είναι αντιπροσωπευτικό του είδους. Και γράφω του είδους, με δεδομένο, ότι αν-επαναλαμβάνω- υπάρχει κάτι τέτοιο, η ιστορία που εκτυλίσσεται στις πυκνές σελίδες του, είναι τόσο κοντινή, όσο και το γεγονός ότι η Γηραιά Ήπειρος μας βρίσκεται σε μια εκτεταμένη ιστορική κλιμακτήριο.
            Ας δούμε την υπόθεση: Βρισκόμαστε στη Γαλλία του σήμερα, λίγο καιρό πριν από τις προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για την άνοιξη του 2017. Όλα δείχνουν ότι το ακροδεξιό φασιστικό Εθνικό Κόμμα πρόκειται να κερδίσει τις εκλογές και καταλάβει την εξουσία της ‘Ε Γαλλικής Δημοκρατίας. Και όλα βαίνουν καλώς, καθώς το εκλογικό σώμα δεν δείχνει ιδιαίτερα ενοχλημένο από την επερχόμενη φάση στην οποία πρόκειται να εισέλθει η Γαλλία. Αντιθέτως, με δεδομένες τις συχνές επιθέσεις των τζιχαντιστών, ο πληθυσμός αρχίζει να δέχεται την αρχή, ότι κάποιος επιτέλους πρέπει να βάλει μια τάξη σε όλο αυτό το πράγμα.
            Όλα αυτά τα μαθαίνουμε από τον αφηγητή, έναν Γάλλο αλγερινής καταγωγής, μετανάστη δεύτερης γενιάς επί της ουσίας, ο οποίος απασχολείται στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Συγκεκριμένα είναι υψηλόβαθμο στέλεχος σε μια επενδυτική τράπεζα, από αυτές που τα δυτικά κράτη χρηματοδότησαν για καλμάρουν την κρίση, εξοντώνοντας περαιτέρω τους λαούς. Με άλλα λόγια, ο αφηγητής μας είναι ένας πετυχημένος νέος με λαμπρό μέλλον, υπό την έννοια ότι κατάφερε να πραγματοποιήσει με ιδιαίτερη επιτυχία τη μετακίνηση από τα φτωχά προάστια προς το κέντρο του Παρισιού. Είναι ένα golden boy, συζεί με μια σπουδαία επιστημόνισσα και ούλτρα προοδευτική Γαλλίδα που απασχολείται ως ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο, ενώ το μελαψό του χρώμα δεν είναι εμπόδιο στη δουλεία του καθώς φέρνει μπόλικα χρήματα, μέρα με τη μέρα, συναλλαγή με τη συναλλαγή στην τράπεζα.
            Το βασικό εύρημα του συγγραφέα είναι αυτό κατά την άποψη μου. Ότι ρίχνει έναν pied noir στο κέντρο της νεοφιλελεύθερης δυτικής κουλτούρας, και με αυτή την επιλογή του καταφέρνει, μέσα από τη λογοτεχνία του υποθετικού, να μας δείξει περίτρανα το μέγεθος του ευρωπαϊκού προβλήματος. Γιατί ο αφηγητής σκέφτεται και ζει όπως ο μέσος Ευρωπαίος μεσοαστός: αν γίνει κάτι και η καθημερινότητα του δεν πληγεί, δεν έχει λόγο να ανησυχεί. Έτσι και ο φίλος μας, εκφράζει μεν τις ενστάσεις του για το επερχόμενο ακροδεξιό modus operandi, αλλά δεν πιστεύει ότι θα αλλάξουν και πολλά λόγω της επικράτησης του.
            Μέχρι που οι εκλογές γίνονται και οι ακροδεξιοί του Εθνικού Κόμματος, όπως το ονομάζει ο συγγραφέας, θριαμβεύουν. Και τότε μέρα με τη μέρα, το κράτος μετασχηματίζεται από δημοκρατικό σε φασιστικό, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να κινδυνεύουν οι γονείς του αφηγητή, από τα νέα μέτρα που διώκουν όποιους δεν είναι Γάλλοι στην καταγωγή, όπως μια σειρά από μη αποδεκτούς πολίτες (κομμουνιστές, αντιφρονούντες, ομοφυλόφιλοι, ΑΜΕΑ, ψυχασθενείς κ.οκ.). Ωστόσο το παράδοξο είναι- και εδώ πρόκειται για μια ακόμη ευστοχία του συγγραφέα- ότι το φασιστικό καθεστώς δεν πειράζει καθόλου μα καθόλου τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές δομές.
            Με όλα αυτά να θυμίζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ήρωας μας αποφασίσει να αναλάβει δράση. Έρχεται σε επαφή με μια ομάδα-από τις πολλές-αντιστασιακών- και τα βάζει με αυτό τον παράξενο μα τόσο καθημερινό νεοφιλελεύθερο φασισμό. Η λογοτεχνία του υποθετικού κερδίζει το στοίχημα, καθώς μας δείχνει, πως ως συνήθως, η λύση θα έρθει από τις πρωτοπορίες και τους παρίες της κοινωνίας. 

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Αναγνώσεις: Σκοτεινή Αλήθεια

από τον Πάνο Ιωαννίδη

Κάθε απουσία προκαλεί ως γνωστόν ένα κενό. Η απουσία ενός παιδιού, λόγω της εξαφάνισης του, δημιουργεί στην οικογένεια του έναν αδυσώπητο πόνο. Η πληγή που ανοίγει μπορεί να καλυφθεί, όπως εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό, με την εύρεση του και την επανένωση με την οικογένεια. Κάθε άλλη λύση, όχι μόνο δεν κλείνει την πληγή, αλλά την ανοίγει ακόμα περισσότερο.
            Το μυθιστόρημα της Σάρα Λέβεσταμ, Σκοτεινή Αλήθεια (Ωκεανίδα, Παναγιώτα Πανταζή), έχει ως βασικό αντικείμενο τη μελέτη της αναζήτησης ενός μικρού κοριτσιού. Η όμορφη εξάχρονη Τζούλια , που ζει σύμφωνα με τον μύθο στην Στοκχόλμη έχει εξαφανιστεί, και η μητέρα της Περνίλα αναθέτει στον ερασιτέχνη ιδιωτικό ντετέκτιβ Κουπλάν να βρει την πιτσιρίκα. Ο Κουπλάν είναι ένας μετανάστης από το Ιράν και διαβιώνει στα όρια μεταξύ της νόμιμης και της παράτυπης αφομοίωσης στην σουηδική κοινωνία.
            Αυτό άλλωστε είναι και το πρώτο λογοτεχνικό εύρημα-ενός από τα πολλά- του ωραίου αυτού μυθιστορήματος. Ο Κουπλάν αρχίζει μια αργή και επίπονη αναζήτηση της μικρής κοπέλας, η οποία αναζήτηση σκίζει εντελώς τα σωθικά της μυθιστορηματικής αφήγησης. Όντας φτωχός και απόκληρος, παρόλο που έχει σπουδάσει ψυχολογία στη χώρα καταγωγής του, χρησιμοποιεί την προκαταβολή που πήρε από την μαμά της εξαφανισμένης μικρής για να ξεκινήσει την έρευνα του. Συναντά το μικρό περιβάλλον της οικογένειας προσπαθώντας να κατανοήσει να αίτια της εξαφάνισης που οδήγησαν στην απαγωγή της.
            Η αργόσυρτη αφήγηση επιχειρεί να δει σε ένα βαθμό το σουηδικό κοινωνικό μοντέλο από την ανάποδη, εστιάζοντας στους όρους με τους οποίους ασκείται η κοινωνική πολιτική για αυτά τα μέλη της κοινωνίας. Και σε σημαντικό βαθμό τα καταφέρνει. Σε έναν άλλο βαθμό, το noir μυθιστόρημα ολοκληρώνεται μέσω μιας ανατροπής που υφαίνεται όμορφα σε όλη την έκταση του, αλλά δεν προκαλεί την υποψία ακόμα και του έμπειρου αναγνώστη. Και αυτό το στοιχείο είναι τελικά που ενισχύει την λογοτεχνική αξία του πρώτου μυθιστορήματος της Σάρα Λέβεσταμ.