Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Αφιέρωμα στο Noir Μυθιστόρημα


Η εξέλιξη του Νουάρ Μυθιστορήματος*

από τον Πάνο Ιωαννίδη

Εισαγωγή.
Βρισκόμαστε εδώ για να συζητήσουμε την σημασία που έχει πλέον, το νουάρ μυθιστόρημα στην σύγχρονη μυθιστοριογραφία. Για την ακρίβεια, για να συζητήσουμε την καλλιτεχνική σύνδεση που έχει το νουάρ μυθιστόρημα, κυρίως μέσα από την κοινωνική και την πολιτική του διάσταση, με την Ιστορία, την τρέχουσα και την παρελθοντική. Στόχος μας είναι να ερευνήσουμε συνοπτικά,  ένα λογοτεχνικό είδος, το οποίο όχι και τόσο σύντομα, όχι και τόσο εύκολα, πέρασε από τη δεύτερη στην πρώτη λογοτεχνική κατηγορία . Αυτή η αναβάθμιση σε ένα ανώτερο επίπεδο έλαβε χώρα μέσα από τον μετασχηματισμό του νουάρ μυθιστορήματος σε ένα νέο αφηγηματικό υβρίδιο, και όντας πλέον εδραιωμένο στην συνείδηση και τον πιο απαιτητικών αναγνωστών, ως κάτι που αξίζει την προσοχή.
                Η υποστήριξη της εδραίωσης του νουάρ μυθιστορήματος σε βασικό πυλώνα του σύγχρονου κοινωνικού μυθιστορήματος, επιμερίζεται σε τρεις βασικές ενότητες. Στην πρώτη μελετώ τα βασικά χαρακτηριστικά των λογοτεχνικών προγόνων του είδους, ήτοι του νεωτερικού μυθιστορήματος και του παραδοσιακού αστυνομικού αφηγήματος. Στη δεύτερη ενότητα αναλύω τις κύριες διαστάσεις που διέπουν την εξέλιξη του νουάρ. Στην τρίτη ενότητα προβάλλω ορισμένες περιπτώσεις εστιάζοντας σε εμβληματικούς ντετέκτιβ και αστυνομικούς επιθεωρητές. Κλείνοντας, αντί επιλόγου, αφιερώνω λίγες ακόμα γραμμές στις προοπτικές που έχει το σύγχρονο νουάρ μυθιστόρημα σήμερα.

1. Οι λογοτεχνικοί πρόγονοι
Στη δική μου συγγραφική ματιά, το νουάρ μυθιστόρημα, όπως με έχει γοητεύσει  πριν από δεκαπέντε χρόνια περίπου, και όπως εξακολουθώ να μαθαίνω να το υπηρετώ, είναι η σύνθεση δυο διαφορετικών ειδών.  Αυτά είναι το νεωτερικό μυθιστόρημα, στις πολλαπλές του διαστάσεις και το αστυνομικό αφήγημα, στις διάφορες μορφές που είχε λάβει, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Με δεδομένο ότι, η τέχνη της αφήγησης, αναζητά πάντα νέα μονοπάτια, η διαλεκτική αλληλεπίδραση των δύο αυτών συντεταγμένων λογοτεχνικών δυνάμεων, των τόσο αντίρροπων μεταξύ τους από μια κριτική άποψη, γέννησε το νουάρ μυθιστόρημα που απολαμβάνουμε σήμερα.
                Ακολουθώντας τη διάκριση που επιχειρεί ο Umberto Eco στον Υπεράνθρωπο των Μαζών (), από τη μία πλευρά έχουμε το μυθιστόρημα προβληματισμού και από την άλλη το λαϊκό μυθιστόρημα. Αμφότερα τα είδη έχουν συγκινήσει εκατομμύρια αναγνώστες ανά την υφήλιο.
Ο πρώτος πυλώνας λοιπόν είναι το νεωτερικό, το μοντέρνο μυθιστόρημα προβληματισμού, το οποίο αναπτύχθηκε, επιγραμματικά από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και για εκατό χρόνια περίπου, μέχρι και τον Μάη του 1968, και ανανέωσε ολοκληρωτικά τον λογοτεχνικό κανόνα.  Στο νεωτερικό μυθιστόρημα παρατηρούμε, μέσα από την εξέλιξη των περιπετειών του ήρωα, ή των ηρώων, την εξέλιξη της κοινωνίας και τον μετασχηματισμό της σε μια διαφορετική ποιότητα. Οι περιπέτειες και τα βάσανα των ηρώων, είτε συμβαίνουν στα μυθιστορήματα «δρόμου», είτε στα μυθιστορήματα «δωματίου» καθορίζουν την πλοκή και τη δυναμική της αφήγησης, δείχνοντας μας ότι ο κόσμος, εσωτερικός και εξωτερικός είναι σε διαρκή κίνηση, επιζητώντας τη δική του λύτρωση, μέσα από την κάθαρση των ηρώων.  Το αναγνωστικό κοινό σε αυτή τη λογοτεχνική αλληλεπίδραση έχει τη δυνατότητα να προβληματιστεί άνευ ορίων και να αναζητήσει διεξόδους στα υπαρξιακά και στα κοινωνικά προβλήματα χωρίς όρια και περιορισμούς.
Οι ήρωες της νεωτερικής λογοτεχνίας, ακολουθούν τις εξελίξεις, και  υποτάσσονται, ενώ συχνά προσπαθούν να διαμορφώσουν τις νέες συνθήκες, κάνοντας ότι περνάει από το χέρι τους. Στο επίκεντρο δηλαδή, του νεωτερικού μυθιστορήματος βρίσκεται, υπό αυτή την έννοια, η σύγκρουση ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων και στις εξωτερικές ή περιβαλλοντικές συνθήκες.  Σε κάθε περίπτωση όμως παρατηρείται συνήθως μια αλλαγή,  έστω και υποδόρια, η οποία είτε είναι αποτέλεσμα της μοίρας, είτε συγκεκριμένων επιλογών των ηρώων. Η αλλαγή αυτή, η οποία συνιστά την άλλη όψη της προόδου, είναι καταλυτική, όχι μόνο για τη ζωή του μοντέρνου ήρωα, αλλά και τις ζωές των άλλων και σε τελική ανάλυση και των αναγνωστών. Ειδικά όταν ο ήρωας είναι φορέας μιας  προσπάθειας θεμελιώδους αλλαγής του κόσμου, ακόμα και όταν αποτυγχάνει, θέτει εκ νέου τα όρια, όχι μόνο της αφήγησης αλλά και της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και στη λογοτεχνία.
Αυτό που θέλω να τονίσω, όσον αφορά τον λογοτεχνικό μοντερνισμό είναι ότι έχει ως βασικό του συστατικό στοιχείο την κίνηση, σε πολλαπλές ταχύτητες και επίπεδα, σε αντίθεση με τη γραμμική στατικότητα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Η δυναμική αυτή, σε εκφραστικό κατά ελάχιστο επίπεδο, δεικνύει τη νέα κατάσταση πραγμάτων που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση κυρίως μέσα από τη λογοτεχνική περιπλάνηση των συγγραφέων, εντός του αστικού τοπίου. Εν ολίγοις, στα δικά μου συγγραφικά μάτια η πόλη είναι το βασικό θέατρο δράσης του νεωτερικού μυθιστορήματος προβληματισμού. Η ποικιλομορφία της ζωής στην πόλη είναι η βάση της ανάπτυξης εκφραστικών μέσων όπως η μεταφορά, η παρομοίωση, η μετωνυμία, η αλληγορία και φυσικά ο εσωτερικός μονόλογος.
Ο δεύτερος πυλώνας του νουάρ μυθιστορήματος, είναι φυσικά το παραδοσιακό αστυνομικό αφήγημα, το crime fiction όπως το λένε οι αγγλοσάξονες. Στις ρίζες της αστυνομικής λογοτεχνικής αφήγησης, βρίσκεται κάποιο έγκλημα, συχνότερα φόνος, σπανιότερα μια εξαφάνιση ή κάποια υπεξαίρεση χρημάτων ή τιμαλφών αντικειμένων. Και εδώ οι ήρωες συνταράσσονται από το αναπάντεχο γεγονός το οποίο προκαλεί αναστάτωση στις καλορυθμισμένες ζωές τους, και επιζητούν τις υπηρεσίες κάποιου ειδικού που θα επαναφέρει μέσα από τις ενέργειες και την κορύφωση της δράσης του, την πρότερη κατάσταση ισορροπίας.
Με δυο λόγια έχουμε μια διαταραχή που επιζητά τη νηνεμία της. Η λύση της υπόθεσης, όποια και αν είναι αυτή, θέτει τα όρια και της αναζήτησης στην οποία επιδίδεται το αναγνωστικό κοινό. Η λογοτεχνική τέρψη εδώ, ολοκληρώνεται με την εύρεση και την τιμωρία του «κακού» χαρακτήρα, η οποία όμως προσιδιάζει σε σημαντικό βαθμό με την κάθαρση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
 Η απώλεια της αθωότητας στο περιβάλλον του γεγονότος, είτε πρόκειται για έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων, συνηθέστερο φαινόμενο στην αγγλοσαξονική σχολή, είτε πρόκειται για μια κοινωνία, επιλογή που παρατηρείται στα αμερικάνικα αφηγήματα, θυμίζει το σταμάτημα ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα συνιστά την πλέον ευκρινή σκιά των κοινωνιών του μοντέρνου καπιταλισμού. Όλα λειτουργούν στην εντέλεια, σαν φορντική γραμμή παραγωγής και το δυσάρεστο συμβάν παραπέμπει σε κάποιο γρανάζι που χάλασε, λόγω φθοράς ή κακού χειρισμού ή έστω λόγω λάθους του κατασκευαστή, αλλά μπορεί εύκολα να διορθωθεί.
Στα πρώτα χρόνια του crime fiction παρατηρούμε δύο συγκροτημένες αφηγηματικές επιλογές. Στην παραδοσιακή βρετανική αστυνομική λογοτεχνία ο ειδικός είναι αστυνόμος-και όταν είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ δραστηριοποιείται είτε εθελοντικά, είτε σε συνεργασία με τις αρχές. Αντίστοιχα, στην αμερικάνικη hard boiled λογοτεχνία μπορεί άνετα να είτε αστυνομικός, είτε ιδιωτικός ντετέκτιβ που βρίσκεται και σε μόνιμη σύγκρουση με τις αρχές. Η επίλυση της υπόθεσης μπορεί να είναι ζήτημα καθαρά επαγωγικής σκέψης, όπου κυριαρχεί το θετικό δίκαιο ή να προκύπτει μέσα από την διαλεκτική σύγκρουση του περιβάλλοντος με τα κίνητρα των ηρώων, σύγκρουση που ο ερευνητής του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα μπορεί να αντιληφθεί. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μια λογοτεχνική παράδοση στην έρευνα που λειτούργησε ως υπόστρωμα για τους επόμενους.
Ένα ακόμη στοιχείο που χαίρει της προσοχής μας, είναι ότι στο κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα παρατηρείται μια ολοκληρωτική σχεδόν απουσία των λογοτεχνικών εκφραστικών μέσων. Σπάνια απαντούμε κάποια παρομοίωση, και ακόμη πιο σπάνια, μια μεταφορά. Συνήθως, το λογοτεχνικό υπόβαθρο της αφήγησης επικαλύπτεται, από τα τερτίπια του καιρού ή κάποιο εξωγενές γεγονός (π.χ. οι καμπάνες που χτυπούν). Κεντρικό ρόλο έχει η αφηγηματική περιγραφή των συμβάντων και των κινήσεων  των ηρώων, πλαισιωμένων όχι σπάνια, από διαλόγους οι οποίοι όταν οι χαρακτήρες θέλουν να αποκαλυφθούν γίνονται μακροσκελείς.  Ίσως ένα στοιχείο που μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνικό είναι η ανάδειξη της υποκειμενικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης (με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τον Raymond Chandler και σε κάποιες περιπτώσεις Agatha Christie), κόντρα στην παντογνώστρια τριτοπρόσωπη αφήγηση του κυρίαρχου αφηγητή.

2. Η εξέλιξη του νουάρ μυθιστορήματος
Ο τρόπος με τον οποίο τα δύο αυτά είδη, γίνονται ένα, μέσα από συγκοινωνούντα αφηγηματικά δοχεία, βασίζεται κατά την άποψη μου, στην εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόλο που στο τρίτο τέταρτο του προηγούμενο αιώνα, η κοινωνική ευμάρεια εδραιώθηκε ως κανονικότητα, ίσως λόγω της προσωρινής ειρήνης που επικράτησε ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο, ωστόσο η πετρελαϊκή κρίση του 1973, άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Η επιτυχής είσοδος των οικονομιών της Νοτιοανατολικής Ασίας στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα σε συνδυασμό με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, των οικονομιών του λεγόμενου δεύτερου κόσμου, και την εισαγωγή του πολιτικού δόγματος της μη εναλλακτικής, όπως διατυπώθηκε από τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της ηγέριας του Μάργκαρετ Θάτσερ (T.IN.A. There is no Alternative), προκάλεσε ραγδαίες αλλαγές στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Βασικό αποτέλεσμα που αφορά άμεσα το νουάρ μυθιστόρημα, είναι η στροφή από το συλλογικό στο ατομικό στοιχείο, από το σύνολο δηλαδή στο άτομο.  Το άτομο υπερθεμάτισε του συνόλου με το σύνθημα «πέρα από τον καπιταλισμό υπάρχει και η μοναξιά» να λειτουργεί ως βάση οικοδόμησης της του φαντασιακού μας. Οι μεγάλες αφηγήσεις αναπαράστασης του κόσμου βρέθηκαν σταδιακά στο περιθώρια καθώς η κυρίαρχη συνθήκη που επικρατούσε θεωρούσε ορθώς τον κόσμο ως ένα όλον που θρυμματίζεται, έναν θρυμματισμένο κόσμο, οι λογοτεχνικές αφηγήσεις άρχισαν να γίνονται πιο αποσπασματικές.
Ως εκ τούτου, προκλήθηκαν μια σειρά από αλλαγές στα τοπικά μυθιστορηματικά εργαστήρια. Το μυθιστόρημα είναι εκείνη η τέχνη η οποία προσπαθεί να αποτυπώσει την σύγχρονη πραγματικότητα, να αποτελέσει ένα χρονικό ασυνεχές ανάμεσα στη ζωή που ζούμε και στην ζωή που θα θέλαμε να ζήσουμε, ένα καλλιτεχνικό παλίμψηστο που μιλάει για όλα αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν. Το μυθιστόρημα είναι η τέχνη της υπεροβλής και συνάμα η τέχνη του ρεαλισμού. Από τη μία πλευρά, οφείλει να μελετήσει και να παρουσιάσει την πραγματικότητα όπως είναι, και από την άλλη, σε ένα βαθμό οφείλει να προβάλλει νέες προοπτικές στα αδιέξοδα των ηρώων του.
Πιστεύοντας ακράδαντα στη δύναμη του μυθιστορήματος και στην σταθερή πορεία του προς το διηνεκές, καθότι πάντα θα έχουμε ανάγκη από ιστορίες και από αφηγήσεις, θεωρώ ότι μέρος της δυνατότητας του να αυτοσυντηρείται και να ανανεωθεί είναι να ενδυθεί τον μανδύα του νουάρ.
Η στροφή της μυθιστορηματικής βαρύτητας από τις μαζικές συλλογικότητες προς τα αμέτρητα άτομα που αποτελούν το πλήθος, εκφράζεται μέσω της λογοτεχνικής ανάδειξης του ήρωα που λέγεται ιδιωτικός ντετέκτιβ, ή αστυνομικός επιθεωρητής. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ παλεύει μόνος του, η άγνοια κινδύνου και το θάρρος του περισσεύουν και τα χέρια του είναι λυμένα από γραφειοκρατικά δεσμά.  Ο αστυνομικός επιθεωρητής  είναι αποκομμένος από την υπηρεσία και τους συναδέλφους του, εκφράζοντας την χαρακτηρολογική ιδιομορφία της επίλεκτης μονάδας που ξεχωρίζει του συνόλου και καταφέρνει να τελειώνει τη δουλειά.  
Αμφότεροι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ και ο αστυνομικός επιθεωρητής, καλούνται να συμβάλλουν στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Δρούνε με γνώμονα το πολύ ατομικό συμφέρον των πελατών του ο πρώτος, τους γραφειοκρατικούς περιορισμούς περί θετικού δικαίου που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον ο δεύτερος. Συχνά οι προτεραιότητες τους μπορούν να μπερδευτούν και ο μεν να λειτουργήσει όπως ο δε, και αντίστροφα.
Κατά κανόνα αντιμετωπίζουν υποθέσεις που συνδέονται με κάποιο έγκλημα κατά της ζωής, δίχως να αποκλείονται οι απαγωγές, οι υπεξαιρέσεις και οι κλοπές.  Η λύση της υπόθεσης που αναλαμβάνουν, ολική ή μερική, επιφέρει μια κάποια ισορροπία, και συχνά μπορεί να οδηγήσει τους ήρωες στη λύτρωση και σε νέες προοπτικές. Επίμονα σύγχρονα φαινόμενα όπως η ανεργία, η διαφθορά, η μετανάστευση, η εξασθένιση των εθνικών πολιτισμών προς όφελος της παγκοσμιοποίησης, μπλέκονται στα πόδια τους. Το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο και η ουτοπική διάσταση τους, συχνά τους καθοδηγούν ακόμα και όταν οι ίδιοι δεν πιστεύουν σε κάτι τέτοιο, αλλά το πιστεύουν οι άνθρωποι με τους οποίους έρχονται εξ ανάγκης σε επαφή και αναγκάζονται να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους και την κοσμοθεωρία τους.
Πέρα από αυτά, ένα καίριο διαφοροποίησης του νουάρ από το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, και συνάμα πρόσδεσης του στην σύγχρονη λογοτεχνία είναι τα λογοτεχνικά εκφραστικά μέσα.  Οι λογοτεχνικές περιγραφές και η δραματουργία που στα σοβαρά και πιο επιτυχημένα νουάρ μυθιστορήματα πλέον ακολουθούν το παράδειγμα της μεγάλης λογοτεχνίας. Λογοτεχνικοί αρμοί και καλλιτεχνικά εκφραστικά μέσα που κάνουν το νουάρ μυθιστόρημα να μην έχει τίποτα να ζηλέψει από τα σπουδαία μυθιστορήματα, είναι τα τραγούδια, οι ταινίες και η λογοτεχνία που έχει ήδη γραφτεί. Οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, οι μετωνυμίες και οι αλληγορίες απαντώνται συχνά στα νουάρ λογοτεχνικά κείμενα, αναβαθμίζοντας την αισθητική ποιότητα τους.
 Οι χαρακτήρες είναι δουλεμένοι και συχνά θα μπορούσαν να είναι κάποιοι από εμάς. Οι αφηγηματικές καμπές σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχουν λογικά κενά στην πρόσληψη των γεγονότων. Και ο ντετέκτιβ ή ο αστυνόμος, παρόλο που λύνουν την υπόθεση, δεν παύουν στο τέλος να έρχονται αντιμέτωποι με τα σκοτάδια και τα ξέφωτα τους που δεν εκφράζουν κάτι περισσότερο από τις αμέτρητες διαστάσεις που χαρακτηρίζουν την σύγχρονη ζωή μας.
Παρατηρούμε σε αυτό το σημείο μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια μετάβασης από το λαϊκό μυθιστόρημα που είναι το κλασικό αστυνομικό αφήγημα, στο μυθιστόρημα προβληματισμού, που είναι ως επί το πλείστον το μοντέρνο μυθιστόρημα.  Η μετάβαση είναι ανολοκλήρωτη γιατί το νουάρ μυθιστόρημα δεν παύει να τελεί υπό τους περιορισμούς μιας αφήγησης που επιζητά τη λύτρωση μέσα από συγκεκριμένα γεγονότα και παραστάσεις, και όχι μέσα από ευρύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις. Ας  δούμε όμως μερικά παραδείγματα ηρώων και συγγραφέων που μας έχουν απασχολήσει αρκετά.

3. Εμβληματικοί ήρωες του νουάρ μυθιστορήματος
Πριν προβώ στην παρουσίαση ορισμένων εμβληματικών περιπτώσεων λογοτεχνικών ηρώων νουάρ μυθιστορημάτων, οφείλω να σημειώσω ότι η επιλογή μου έγινε με περισσότερα αισθητικά παρά επιστημονικά κριτήρια. Είμαι πρωτίστως συγγραφέας και κατά ανάγκη, λόγω της συγγραφικής μου ιδιότητας, λογοτεχνικός ερευνητής, και συνεπώς η γνώμη και η οπτική μου είναι πάντα υποκειμενική. Προσδίδω εστίαση στους ήρωες και όχι στους συγγραφείς με σκοπό να κατανοήσουμε ευκρινέστερα την εξέλιξη του νουάρ μυθιστορήματος κι όχι τη διαδικασία σχεδιασμού του.
                Ξεκινάω από τον Πέπε Καρβάλιο, τον ιδιωτικού συγγραφέα του μεγάλου ισπανού συγγραφέα Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Γεννημένος όπως και ο δημιουργός του, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Χοσέ Καρβάλιο Τουρόν, όπως είναι το πλήρες όνομα του, είναι πρώην οργανωμένος κομμουνιστής που αγωνίστηκε ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία. Φυλακίστηκε για τη δράση του, και στη φυλακή έκανε γνωριμίες που χρησιμοποιεί αργότερα για να λάβει πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις που αναλαμβάνει. Μετά την αποφυλάκιση του, απηυδισμένος από τα πραγματολογικά αδιέξοδα της κομμουνιστική ιδεολογίας, αλλάζει στρατόπεδα και γίνεται μυστικός πράκτορας της CIA. Έχει εμπλοκή σε μια σειρά πραξικοπημάτων με έμφαση στη Λατινική Αμερική, μέχρι που στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αρνείται την προαγωγή στα κεντρικά της υπηρεσίας από τους ανώτερους του.
Αποφασίζει να επιστρέψει στη Βαρκελώνη και να ανοίξει γραφείο ιδιωτικών ερευνών. Σχετίζεται με την Τσάρο, μια πανέμορφη πόρνη πολυτελείας η οποία γίνεται η μόνιμη αρραβωνιαστικιά του, η οποία παρά το επάγγελμα που ασκεί, συναισθηματικά του είναι πιστή. Βοηθός του Πέπε Καρβάλιο στο γραφείο που διατηρεί στη Ράμπλας, έναν κεντρικό δρόμο της Βαρκελώνης, είναι ο Μπισκουτέρ, ένας καχεκτικός ανθρωπάκος, πρώην κλέφτης αυτοκινήτων  που ο ντετέκτιβ γνώρισε στη φυλακή. Βασικός πληροφοριοδότης του είναι ο Μπρομούρο ή Βρομιούχος, διάσημος λούστρος των δρόμων της πρωτεύουσας της Καταλονίας, πρώην οπαδός του καθεστώτος του στρατηγού Φράνκο και νυν οπαδός του αναρχισμού.
Συνολικά ο Πέπε Καρβάλιο δρα σε 16 μυθιστορήματα, 7 συλλογές διηγημάτων και μικρών ιστοριών και μιας συλλογής με τις συνταγές που μαγειρεύει ο ιδιωτικός ντετέκτιβ. Η περίοδος που αναφέρεται η δράση του καλύπτει το σύνολο της νεώτερης ισπανικής ιστορίας, από το 1972 μέχρι το 2003, όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή ο Μ.Β. Μονταλμπάν στο αεροδρόμιο της Μπαγκόνγκ.  Διαβάζοντας αυτά τα εξαιρετικά μυθιστορήματα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους μετασχηματισμούς που υπέστη η ισπανική κοινωνία τα πρόσφατα χρόνια.
Ο ίδιος ο Πέπε Καρβάλιο, όταν ερωτάται από διάφορους για το παράδοξο της πορείας του, απαντά ότι δεν είμαι τίποτα παραπάνω από ένας κυνικός αποστάτης της ιδεολογίας μου, στην οποία μάλιστα επιστρέφει κατά συνθήκη. Παρατηρούμε εδώ, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο Μ.Β. Μονταλμπάν σχολιάζει την πορεία της μεταπολεμικής ισπανικής κοινωνίας, η οποία από την άκρα ταπείνωση της φρανκικής χούντας πέρασε στην ακραιφνή επαναστατικότητα και στην συνέχεια στον εκδημοκρατισμό μέσω της σοσιαλδημοκρατίας και ακολούθως πάτησε στα μονοπάτια του νεοφιλελευθερισμού.
Ο Πέπε Καρβάλιο δεν ξεχνά ποτέ στους συντρόφους του παλιού καλού καιρού, οι οποίοι έχουν αναλάβει κυβερνητικά πόστα και θέσεις ευθύνης, και δεν αφήνει την ευκαιρία να απολαύσει ένα καλό μενού μαζί τους, ή ακόμα και να τους εκβιάσει ή να τους φέρει στο φιλότιμο, για να λάβει πληροφορίες που κοστίζουν πανάκριβα στη μαύρη αγορά της πόλης. Ο ίδιος είναι άλλωστε εξαιρετικός μάγειρας-μέρος της γοητείας της λογοτεχνικής σειράς είναι οι συνταγές και ο τρόπος που παρουσιάζονται.
Επίσης βασική του συνήθεια, που αρχικά ξενίζει αλλά στην συνέχεια καθίσταται κατανοητή από τον αναγνώστη είναι η καύση των βιβλίων από την τεράστια βιβλιοθήκη του για να ανάψει το τζάκι χειμώνα καλοκαίρι. Καθώς το βιβλίο καίγεται ο Πέπε Καρβάλιο στοχάζεται για όσα έμαθε από την ανάγνωση του και συνάμα μελαγχολεί γιατί η χρόνια και επίμονη επαφή του με τη δυτική κουλτούρα, τη διαλεκτική κουλτούρα του διαφωτισμού και της αναγέννησης δεν του έμαθε να ζει και να μπορεί να σταθεί στην αμείλικτη ζούγκλα της σύγχρονης ζωής. Αντίθετα τον έκανε ένα flaneur, έναν περιηγητή της πόλης που προτιμά να παρατηρεί παρά να ζει, και ας παίρνει με τον πιο τρυφερό ίσως τρόπο πάντοτε το μέρος των αδυνάτων.
Ο δεύτερος ήρωας που θα μας απασχολήσει απόψε, είναι  ο Σάλβο Μονταλμπάνο του πρόσφατα χαμένου και πλήρους ημερών Αντρέα Καμιλλέρι. Γεννημένος γύρω στα 1950, αρκετά μικρότερος δηλαδή από τον δημιουργό του, ο επιθεωρητής Σαλβατόρε Μονταλμπάνο, Σάλβο για τους φίλους είναι ένας αστυνομικός από τους λίγους.  Ο Αντρέα Καμιλλέρι του έδωσε το συγκεκριμένο επίθετο για δυο λόγους: 1) αφενός για να αποτίσει φόρο τιμής στον φίλο του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν και 2) αφετέρου γιατί το «Μονταλμπάνο» είναι ένα αρκετά συνηθισμένο επίθετο της Σικελίας, εντός της οποίας τοποθετείται η δράση .
Ο Σάλβο Μονταλμπάνο διευθύνει το αστυνομικό τμήμα της Βιγκάτα, μιας υποθετικής, μα τόσο πραγματικής στην αφήγηση πόλης της Σικελίας. Είναι πρώην αριστερός που με αφορμή τον Μάη του 1968, όταν δηλαδή ήταν 18 ετών, δραστηριοποιήθηκε στο ευρύτερο κινηματικό χώρο. Στην συνέχεια διάλεξε το επάγγελμα του αστυνόμου, τόσο για βιοποριστικούς λόγους, όσο και γιατί μέσα του έκρυβε ένα ερευνητικό λαγωνικό.  Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα νουάρ γράμματα στα 1994 και δρα μέχρι και σήμερα, σε 27 μυθιστορήματα και δέκα ιστορίες διηγημάτων.
Έχει και αυτός μια μόνιμη αρραβωνιαστικιά τη Λίβια, η οποία ζει όμως εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Μογκαντάσε, μια περιοχή κοντά στη Γένοβα, όπου εργάζεται ως διοικητική υπάλληλος σε μια εταιρία. Ο αναγνώστης παρατηρεί τον έρωτα τους να ξετυλίγεται από απόσταση και γελάει με τα συχνά νυχτερινά καβγαδάκια τους δια τηλεφώνου. Ο Μονταλμπάνο είναι καλοφαγάς και σχεδόν κάθε μεσημέρι τρώει στην ταβέρνα του Έντσο πιάτα μεσογειακής διατροφής.
 Είναι ένας μοναχικός λύκος που έχει τον δικό του κώδικα ηθικής, στοιχείο που του εξασφαλίζει σεβασμό σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Σικελίας, της Μαφίας συμπεριλαμβανομένης. Δεν διστάζει μάλιστα να βάλει στη φυλακή το γιο της οικιακής του βοηθού, της Αντελίνα, καθότι αυτός είναι μέλος μιας συμμορίας κλεφτών. Βλέπει ταινίες με το τσουβάλι, ενώ διαβάζει Σιμενόν και άλλους συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών.
Η αφήγηση είναι λιτή και εστιάζει κυρίως στα αίτια και στα αιτιατά των γεγονότων που κινούν τα νήματα της αστυνομικής πλοκής. Ο αστυνόμος Μονταλμπάνο ενδιαφέρεται κυρίως γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και μετά ψάχνει να βρει ποιος το έκανε. Εκτιμά ιδιαίτερα τα τυχαία γεγονότα (π.χ. το χαμηλό πέταμα ενός γλάρου την ώρα που έχουν στήσει καρτέρι σε έναν κακοποιό), και δρα υπογείως και συχνά κάτω από τη μύτη των δυο τριών οικογενειών που ελέγχουν το νησί. Η ανακριτική του μέθοδος βασίζεται αρχικά στον δυτικό ντετερμινισμό και εν συνεχεία περιλαμβάνει δεδομένα που συλλέγουν οι βοηθοί του στην πόλη, με σκοπό να αναδειχθεί αυτό που κρύβεται κάτω από την κρούστα της πραγματικότητας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αντρέα Καμιλλέρι, υπήρξε σκηνοθέτης της RAI, καθηγητής δραματουργίας στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και κυρίως ο σημαντικότερος ερευνητής του Λουίτζι Πιραντέλο, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι τα βιβλία με τον αστυνόμο Μονταλμπάνο διέπονται από μια έντονη θεατρικότητα. Οι διάλογοι λειτουργούν ως εκφραστικά μέσα αποκάλυψης των χαρακτήρων, ενώ συνοδεύονται από συνοπτικές περιγραφές του αφηγητή που μας προσφέρει πρόσθετα στοιχεία της ζωής τους.
Δεν μπορεί επίσης να παραλειφθεί ότι είναι συνήθως ένα μικρό αμελητέο γεγονός που οδηγεί στην άκρη του νήματος, και βοηθά τον Μονταλμπάνο να κοιτάξει τη μεγάλη εικόνα του εγκλήματος. Μπορεί π.χ. μια γρατζουνιά σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο να ερεθίσει την περιέργεια του αστυνόμου και μέσω της ανάλυσης του χρώματος να φτάσει κάπου αλλού. Το δεδομένο αυτό αναδεικνύει την επίδραση που δέχτηκε ο Αντρέα Καμιλλέρι, καίτοι Μεσόγειος από την Άγκαθα Κρίστι και τον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ.
Ο τρίτος και τελευταίος αστυνόμος που μελετούμε απόψε είναι ο Φάμπιο Μοντάλ όπως αναδείχθηκε από τη μοναδική τριλογία της Μασσαλίας (Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας, Το τσούρμο, Solea), του πρόσφατα χαμένου Ζαν Κλωντ Ιζζό. Τα τρία βιβλία καλύπτουν μια περίοδο πέντε περίπου ετών στη διάρκεια της πολύμορφης δεκαετίας του 1990. Συνεκτικός αρμός τους είναι η υποχώρηση του ονείρου για έναν άλλο κόσμο, όπως εκφράζεται από την στάση ζωής και την πορεία του Φάμπιο Μοντάλ, και την αντικατάσταση του από μια αδυσώπητη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης.
Ο Φάμπιο Μοντάλ υπήρξε ως έφηβος μέλος μιας συμμορίας που επιδιδόταν σε μικροκλοπές. Όταν ξεκίνησαν τα πιο μεγάλα κόλπα, καθώς η μοναδική προοπτική που είχαν ως παιδιά μεταναστών στη Μασσαλία είναι ένα πενιχρό μεροκάματο, ήρθαν φυσικά αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Σε μια ληστεία φαρμακείου ένας εξ αυτών, όχι ο Φάμπιο, πυροβόλησε και άφησε ανάπηρο τον φαρμακοποιό. Η παρέα διαλύθηκε και ο Φάμπιο Μοντάλ για να γλιτώσει, κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων. Επιστρέφοντας κατατάχθηκε στην αστυνομία όπου και σταδιοδρόμησε, ενώ παραιτείται για λόγους ευθιξίας στη μέση περίπου της τριλογίας.
Η τριλογία της Μασσαλίας με αρωγό τον Φάμπιο Μοντάλ είναι πρωτίστως μια ωδή στη Μασσαλία, μια από τις ομορφότερες πόλεις της Μεσογείου. Η ιστορία ξεκινά με την επιστροφή στη Μασσαλία της Λολ, της κοπέλας της εφηβικής παρέας του Φάμπιο Μοντάλ και συνάμα μοιραίας γυναίκας για τον ίδιο και για την ιστορία. Η αναστάτωση που προκαλείται οδηγεί στην προσωρινή επανασύνδεση τους που λειτουργεί ως το μοτέρ της αφήγησης για να μπλέξουν σε νέες περιπέτειες.
Ο Φάμπιο Μοντάλ είναι ίσως ο πιο μεσογειακός ήρωας από όλους και συνάμα ο πιο ευρωπαίος. Παιδί μεταναστών, από πατέρα Ιταλό και μάνα Ισπανίδα, ακούει με πάθος φλαμένκο και αραβική μουσική της Μεσογείου, είναι λάτρης του καλού μεσογειακού φαγητού, της μουσικής και φυσικά της ποίησης και των ωραίων γυναικών. Προστατεύει τους αδύνατους και έχει μεγάλη αδυναμία στην προστασία των παιδιών των πιεν νουάρ, των μεταναστών δηλαδή που ήρθαν από την Αλγερία και την ευρύτερη Βόρεια Αφρική, για των οποίων την ένταξη αγωνίζεται.
Η αφήγηση είναι συνήθως γραμμική, αλλά αναπτύσσεται σε πρώτο πρόσωπο με τον Φάμπιο Μοντάλ να αναλαμβάνει την ευθύνη παρουσίασης των γεγονότων κάνοντας συχνά μακροσκελείς αναφορές στο παρελθόν. Η μνήμη είναι παρούσα, πότε ως ανάμνηση ενός χαμένου ονείρου , πότε ως μελαγχολική θύμηση μιας αγνότητας που χάθηκε και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Με τον τρόπο του ο Φάμπιο Μοντάλ μας δείχνει ότι η αξιοπρέπεια του αντιήρωα στις μέρες μας έγκειται και στο να παίρνει τις αποστάσεις του από γεγονότα που δεν μπορεί να ελέγξει.
Αντί Επιλόγου
Θα μπορούσα να μιλήσω και για άλλους ήρωες των σύγχρονων νουάρ μυθιστορημάτων, αλλά δεν θέλω να σας κουράσω. Να σας πω για τον επιθεωρητή Ρέμπους του Ίαν Ράνκιν, τον Γιώργο Μπέκα του Γιάννη Μαρή και τον Κώστα Χαρίτο του Πέτρου Μάρκαρη. Για τον Μάρτιν Μπεκ του φοβερού δίδυμου από τη Σουηδία Σγέβαλ-Βαλεέ, τους προπάτορες του σκανδιναβικού νουάρ με ήρωες όπως τον Κουρτ Βαλάντερ του Χένινγκ Μάνκελ και την Ομάδα Άλφα του Άρνε Νταλ. Ή ακόμα για τον Τζορτζ Σμάιλι του Τζον λε Καρέ. Ήρωες και συγγραφείς που διαμόρφωσαν την πορεία του δικού μου ιδιωτικού ντετέκτιβ Πέτρου Ριβέρη.
                Αλλά δεν θα το κάνω. Θα μείνω στο γεγονός ότι το σύγχρονο νουάρ μυθιστόρημα, εκπληρώνει δυο ικανές συνθήκες που το κάνουν ενδιαφέρον και το δένουν με το λαϊκό μυθιστόρημα και το μυθιστόρημα προβληματισμού. Αφενός ακολουθεί την πεπατημένη της αριστοτέλειας ποιητικής με το αναγνωστικό κοινό να επιζητά στο τέλος και τη δική του κάθαρση μέσω της απόδοσης λογοτεχνικής δικαιοσύνης. Και αφετέρου, στην πορεία μέχρι εκεί, οι αναγνώστες έχουμε προβληματιστεί, για αν όλα αυτά που διαβάζουμε είναι απλώς καλή λογοτεχνία ή μια πραγματικότητα την οποία οφείλουμε να δούμε με διαφορετικό μάτι.
                Σας ευχαριστώ!



* Το παρόν υπήρξε η βάση της ομιλίας μου, στην εκδήλωση του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας, στις 30/10/2019, στο Δημοτικό Ωδείο Δράμας





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου