Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Noir Αναγνώσεις: Η Λεωφόρος


Η λεωφόρος της ζωής
Trevanian, Η Λεωφόρος
(Πόλις, Κλαίρη Παπαμιχαήλ)

από τον Πάνο Ιωαννίδη

Κάθε σπουδαίο νουάρ μυθιστόρημα, προκειμένου να αφήσει το στίγμα του στα λογοτεχνικά πράγματα, οφείλει να καταφέρει να διεισδύσει σε δύο παράλληλους κόσμους. Ο πρώτος κόσμος είναι αυτός της λογοτεχνίας, ο οποίος αποδέχεται το νέο έργο τέχνης, καθώς μπορεί και συνομιλεί ως ίσο προς ίσο με τα προγενέστερα του. Και λέγοντας προγενέστερα, δεν εννοούμε μόνο τα νουάρ  βιβλία αλλά και εκείνα που ανήκουν στο ευρύτερο πεδίο του κοινωνικού νεωτερικού μυθιστορήματος-ας το γράψω έτσι αδόκιμα- από το οποίο εκκινεί κάθε σκοτεινή ιστορία που γίνεται τέχνη. Ο δεύτερος κόσμος είναι αυτός της ζωής. Και ίσως εδώ, το πέρασμα να είναι δυσκολότερο, καθώς απαιτείται εκ μέρους του συγγραφέα, όχι μόνο η βαθειά γνώση της κοινωνίας αλλά και η δυνατότητα καλλιτεχνικής αποτύπωσης της σε μια αφήγηση μυστηρίου.
            Το μυθιστόρημα του Trevanian (φιλολογικό ψευδώνυμο του καθηγητή Rodney William Whitetake), Η Λεωφόρος (Πόλις, Κλαίρη Παπαμιχαήλ), καλύπτει αναμφίβολα τις προαναφερόμενες δύο προϋποθέσεις. Ό υπαστυνόμος Κλωντ Λαπουάντ, κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ένας αντιήρωας που επιβάλλει με τον δικό του τρόπο περισσότερο το δίκαιο παρά τον νόμο, στη Λεωφόρο, μια κεντρική περιοχή του Μόντρεαλ. Είναι ένας μοναχικός λύκος, που έχασε τη γυναίκα του σε νεαρή ηλικία, και ζει όχι μόνο για να επιβιώνει, αλλά και από περιέργεια. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τότε που πολλές κοινωνικόπολιτικές βεβαιότητες άλλαζαν ταυτότητα, αγκαλιάζοντας το στερητικό άλφα μπροστά τους, και γινόταν αβεβαιότητες που ψάχνουν τον δρόμο τους. Ο Λαπουάντ αρνείται να ακολουθήσει τις εξελίξεις που κάνουν την τοπική αστυνομία να θέλει να προστατέψει περισσότερο το άτομο παρά το κοινωνικό σύνολο, και έρχεται αντιμέτωπος με πιθανές πειθαρχικές διώξεις.
Όταν όμως ένα στυγερό έγκλημα λαμβάνει χώρα στην περιοχή που άτυπα ανήκει στη δικαιοδοσία του Λαπουάντ και που συνδέεται με μια σειρά ανεξιχνίαστων φόνων, είναι ο μόνος που μπορεί να αναλάβει την υπόθεση και να βρει τον ένοχο που ξέρει να κρύβεται πολύ καλά. Και αυτό διότι, είναι εκείνος που ανεβοκατεβαίνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στο ασανσέρ που κινείται από τον κόσμο στον υπόκοσμο, και πάλι πίσω. Οι σκοτεινοί πρίγκιπες και οι όμορφες πεταλούδες της νύχτας τον εμπιστεύονται, γιατί είναι ένας άντρας που κρατά το λόγο του και συχνά τους έχει προστατέψει από μια σειρά απειλές.  Το γεγονός ότι συχνά προσφέρει στέγη, σε ανθρώπους που δεν έχουν που να πάνε το αποδεικνύει περίτρανα.
Γραμμένο σε υπνωτικούς ρυθμούς που θυμίζουν τη τζαζ που ακούει ο Κλωντ Λαπουάντ όταν περιφέρεται τα μερόνυχτα στα στέκια της λεωφόρου, το βιβλίο μας υπενθυμίζει έναν βασικό κανόνα του νουάρ. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πέρα από αυτό όμως μας δείχνει ότι το παρελθόν (μας) είναι εδώ και πάντοτε καθορίζει τις αποφάσεις και τη μοίρα μας. Πιο πολύ όμως η Λεωφόρος μας λέει, ότι το λογοτεχνικό παρελθόν του νεωτερικού μυθιστορήματος, είναι αυτό που προσδιορίζει τη νουάρ μετεξέλιξη του, καθιστώντας το ως το σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα.


Πρώτη δημοσίευση Fractal Art 04/12/2018

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Αναγνώσεις: Το κορίτσι στην ομίχλη

Ντονάτο Καρρίζι: Το κορίτσι στην ομίχλη
(Πατάκης, Μαρία Οικονομίδου)

Η ομίχλη της ματαιοδοξίας


από τον Πάνο Ιωαννίδη

Με  ποιον τρόπο η ματαιοδοξία καθορίζει τη συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου; Και αν ο τρόπος της ματαιοδοξίας, έχει καταστεί πλέον κυρίαρχος, που ξεκινά η αλήθεια της και που σταματά το ψέμα της; Και γιατί σε τελική ανάλυση η ματαιοδοξία είναι τόσο θελκτική, ενώ η ταπεινότητα, ακόμα και όταν είναι προσποιητή λειτουργεί απωθητικά για το κοινωνικό σύνολο;
      Αυτά τα ερωτήματα, και άλλα πολλά διερευνά, διερχόμενο τις ατραπούς της λογοτεχνικής μεθόδου, το μυθιστόρημα του Ντονάτο Καρρίζι: Το κορίτσι στην ομίχλη (Πατάκης, Μαρία Οικονομίδου), διεθνές μπεστ σέλλερ, το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία μάλιστα του ίδιου του συγγραφέα ο οποίος έχει μεγάλη πείρα στη συγγραφή σεναρίων, λόγω της τηλεοπτικής του θητείας. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα σπουδαίο βιβλίο, που κερδίζει τον αναγνώστη με τον καταιγιστικό ρυθμό του, αλλά και την αναπάντεχη ανατροπή στο τέλος του. 
       Ας δούμε λοιπόν το στόρι: Σε ένα μακρινό χωριό των ιταλικών Άλπεων, το Αβεσό, μια δεκαεξάχρονη κοπέλα, η Άννα Λου Κάστνερ εξαφανίζεται ξαφνικά. Η Άννα Λου, είναι το μεγαλύτερο εκ  των τριών παιδιών της οικογένειας Κάστνερ, μιας βαθιά θρησκευόμενης  οικογένειας που ανήκει στην κυρίαρχη χριστιανική αδελφότητα. Για να καταλάβουμε λίγο ακόμα τον περίγυρο της εξαφάνισης, ας σημειώσουμε ότι η οικογένεια της Άννα Λου, εκτός από το να διάγει λίαν ευλαβικό βίο, έχει επωφεληθεί, όπως πολλές άλλες οικογένειες του Αβεσό, από την πώληση των κτημάτων της σε μια μεγάλη εταιρία, η οποία πραγματοποιεί εξόρυξη ενός σπάνιου μεταλλεύματος στην περιοχή. Η υπόθεση ανατίθεται στον ειδικό πράκτορα Φόγκελ, και στον βοηθό του πράκτορα Μπόργκι, κλασικό ερευνητικό δίδυμο, που παραπέμπει  στον Σέρλοκ Χολμς και στον Δρ. Γουάτσον. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια βασική δραστηριοποίηση: Ο Φόγκελ είναι νάρκισσος και συμπεριφέρεται συχνά αλαζονικά, ενώ ο Μπόργκι είναι ένας ταπεινός βοηθός που παρόλο που αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα από όσα δείχνει, δεν καταφέρει να αρθρώσει την αλήθεια που βλέπει. Οι δυο τους μαζί με τον ψυχίατρο Φλόρες και την εισαγγελέα Μάγερ, συνιστούν το ερευνητικό κουαρτέτο  που καλείται να αποφασίσει για το αν ο βασικός ύποπτος, ο καθηγητής Μαρτίνι είναι ένοχος ή όχι.
      Γραμμένο σε  μεγάλο βαθμό με τη μέθοδο της χρονολογικής ανάκλησης, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται μέσα στους δύο μήνες μετά την εξαφάνιση της Άννα Λου. Με αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα στον χρόνο, ο Καρρίζι μας κλείνει το μάτι λέγοντας μας ότι τελικά, τίποτα μα τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Και αυτό διότι βιώνουμε την εποχή της εικόνας, όπου η ουσία έχει αντικατασταθεί από την αντανάκλαση της και το είναι και το γίγνεσθαι από το φαίνεσθαι. Ίσως γι αυτό καταφέρνει να μας προσφέρει ένα σπουδαίο έργο, απ' όπου λείπουν οι μεταφορές και οι μετωνυμίες, αλλά κυριαρχεί η ξερή πραγματικότητα της απατηλής εποχής μας.




Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Αναγνώσεις: Φοβού τους Δαναούς

Phillip Kerr, Φοβού τους Δαναούς (Κέδρος, Γιώργος Μαραγκός)

Η πολυδιάστατη ιστορία και το νουάρ μυθιστόρημα

από τον Πάνο Ιωαννίδη

Κάθε ιστορία, έχει ως γνωστόν, τα αίτια και τα αιτιατά της. Και κάθε αίτιο και αιτιατό των μικρών ιστοριών, συνδέεται με ορατούς και συχνά αόρατους κόμπους με την Ιστορία που κυλάει μέσα στη μολυβένια πορεία της. Η οποία κυλάει λαμβάνοντας, και ταυτόχρονα, μη λαμβάνοντας υπόψη, τα θέλω και τα πρέπει των μικρών ιστοριών που την συγκροτούν. Και αν η Ιστορία δεν άφηνε πολλούς λογαριασμούς ανοικτούς, λογαριασμούς που κάνουν τις ανθρώπινες ζωές να νοιώθουν κενές και απόμακρες μέσα στον ρου της, τότε η λογοτεχνία ίσως και μην είχε τόσο μεγάλη σημασία.
            Πρόκειται για ένα αξίωμα, που το γνώριζε πολύ καλά ο πρόωρα χαμένος Phillip Kerr (1956-2018),  και το δίδαξε με ευκρίνεια και ειλικρίνεια σε εμάς τους νεότερους.  Ο πνευματικός πατέρας του Μπέρνι Γκούντερ, φρόντισε να μας αφήσει κληρονομιά μια σειρά από εξαιρετικά νουάρ μυθιστορήματα, τα οποία, μια και διαδραματίζονται από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1950, έχουν φυσικά και ιστορικό χαρακτήρα! Το πιο πρόσφατο του, Φοβού τους Δαναούς (Κέδρος, Γιώργος Μαραγκός), μας απασχολεί διπλά καθώς στο μεγαλύτερο μέρος του διαδραματίζεται στη χώρα μας.
            Έχοντας επιβιώσει των αλλαγών που επέφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μπέρνι Γκούντερ εργάζεται με ψεύτικο όνομα ως πραγματογνώμονας σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρία της Γερμανίας, προσπαθώντας παράλληλα να απαλλαγεί από τις ενοχές του. Το σφύριγμα του ανέμου τον φέρνει στην Ελλάδα, όπου τον στέλνουν οι εργοδότες τους για να ερευνήσει την υπόθεση ενός ναυαγίου. Βρισκόμαστε στο 1956, και η ελληνική κοινωνία δεν έχει επουλώσει ακόμα τις πληγές της από τα δεινά της προηγούμενης δεκαετίας.
            Καθώς ο Μπέρνι Γκούντερ αρχίζει την έρευνα με τον δικό του μοναδικό τρόπο, έρχεται αντιμέτωπος με δυο δολοφονίες που συνδέονται τόσο με το ναυάγιο που ερευνά, όσο και με τη μαζική εξόντωση που υπέστησαν οι Εβραίοι της Ελλάδας από τους ναζί. Ψάχνοντας, με τη βοήθεια μιας γοητευτικής Ελληνίδας της Έλλης Παπαντωνίου, μέσα στα επάλληλα στρώματα της αθηναϊκής ανθρωπογεωγραφίας,  κατανοεί ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Και αυτό διότι η ναζιστική θηριωδία εξακολουθεί να είναι παρούσα, εξακολουθώντας να διαβρώνει τις τοπικές πολιτικές ισορροπίες.

            Γραμμένο με την στακάτη γλώσσα του Phillip Kerr, το Φοβού τους Δαναούς μας μεταφέρει σε μια Αθήνα τόσο πραγματική, όσο και διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει, από τις μετεμφυλιακές κατεστημένες οπτικές. Η ατμοσφαιρική αφήγηση του λειτουργεί καταλυτικά καθώς αναδεικνύει την αντίθεση που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, και κυρίως την αδυναμία του ατόμου να επικαθορίσει όχι μόνο την Ιστορία αλλά και την ίδια την ιστορία του. Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του 2018, το οποίο μας μαθαίνει ότι το νουάρ κάλλιστα μπορεί να μας ταξιδέψει στη μαγεία της λογοτεχνίας.
Πρώτη Δημοσίευση: Fractal Art (26/12/2018)

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Λοκομοτίβα ή η ποίηση είναι το διαβατήριο μου

Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε στην παρουσίαση της 2ης ποιητικής συλλογής μου "Λοκομοτίβα (εκδ Το Δόντι), που έλαβε χώρα στη Δράμα, υπό την αιγίδα του Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας (καφέ Ανώι)




Λοκομοτίβα ή τα ποιήματα είναι τα διαβατήρια μου


Όταν επιχειρείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα, είναι σαν να προσπαθείς να δημιουργήσεις ένα αρχιτεκτόνημα. Απαιτείται ικανότητα στην σύνθεση, προσπάθεια, επιμονή και φυσικά γερά νεύρα.
            Όταν γράφεις ένα ποίημα, είναι σα να προσπαθείς να φυτέψεις λουλούδια στους μυστικούς κήπους του άπειρου. Χρειάζεται να θέλεις και να μπορείς να νοιώσεις την στιγμή, να καταφέρεις να βαδίσεις πάνω στο κενό του χρόνου και να αφήσεις το μικρό σου στίγμα στο μονοπάτι του. Γιατί είναι αυτή η τρομερή παροντική σχέση του χρόνου με τον χώρο που κάνει το ποίημα να μιλήσει και σε άλλα πνεύματα ή καρδιές.
            Η ποίηση είναι το διαβατήριο μου. Με βοηθά να διαπερνώ την απόσταση ανάμεσα σε αυτά που θέλω να κάνω και σε αυτά που μου συμβαίνουν, σε αυτά που ζούμε και αυτά που χάνουμε. Με βοηθά να βρίσκω τον δρόμο που βγάζει από τη μοναξιά μου στη δημιουργία, από τη γκρίζα καθημερινότητα στην ουτοπία. Η ποίηση με δυσκολεύει καθώς μου υπενθυμίζει με διακριτό τρόπο, ότι τα στοιχεία της ταυτότητας μου δεν είναι στατικά, αλλά ρευστά· αλλάζουν, όσο ζω και μεγαλώνω σε έναν κόσμο που γυρνά σαν μεθυσμένη σβούρα. Ίσως γιατί μου δείχνει τον δρόμο που διαπερνά τα σύνορα ανάμεσα στον εαυτό μου και στους άλλους ανθρώπους. Έτσι γινόμαστε ένα και βρισκόμαστε κάπου στη μέση του δρόμου.
            Αυτή η σχέση με το παρόν είναι που κάνει ίσως την ποίηση τόσο ξεχωριστή.
            Γιατί όταν έρχεται η ώρα να φυτέψεις πάνω στο χαρτί το λουλούδι που λέγεται ποίημα, είναι σα να σε τραβάει μια αόρατη κλωστή από τα σπλάχνα. Μια αόρατη δύναμη που έχει για μελάνι τα εσώψυχα σου, τα κενά σου και τα θέλω σου.  Όμως έχει για μελάνι επίσης τα κενά, τα εσώψυχα και τα θέλω των άλλων.
Και αυτό είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ότι δηλαδή αυτή η αόρατη δύναμη είναι αμφίδρομη. Πηγαίνει από εσένα τον ποιητή προς τον κόσμο και συνάμα, έρχεται από τον κόσμο προς εσένα, δεν είναι δηλαδή κάτι εντελώς δικό σου. Απλώς τυγχάνει για λόγους που δεν θέλεις ή και δεν μπορείς να καταλάβεις να έχει διαλέξει το ορμέμφυτο σου ως δίοδο αποστολής των συμβόλων και μηνυμάτων εκείνων που σε φέρνουν κοντά με τους άλλους ανθρώπους.
Όλα αυτά συνιστούν μάλλον το υπέδαφος της συγγραφικής διαδικασίας. Από και πέρα αναπτύσσεται μια δυναμική σχέση ανάμεσα στο υλικό σου και σε σένα, σε όλα αυτά, τα μικρά και τα μεγάλα τα οποία οικοδομούν το πεδίο της έμπνευσης σου. Κάπου εκεί καταλαβαίνεις, ότι πριν από όλα είσαι καλλιτέχνης, και πως η διάκριση συγγραφέα- ποιητή δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν τα σύμβολα που θα διαλέξεις, ή που θα σε διαλέξουν αυτά για να διατυπωθούν όλα αυτά που μένουν από τη ζωή που χάνεται.
Πάνω σε αυτό το εποικοδόμημα αναπτύσσεται η σχέση του ποιητή με την Ιστορία, μια σχέση έλξης και απώθησης με ερωτικό αντικείμενο τις λέξεις και υποκείμενο το τώρα. Την ώρα που ο ποιητής ανεβαίνει σε αυτό το βάθρο, ξέρει πως είναι ήδη ηττημένος, πως η μελαγχολία του δεν είναι παροδική. Δεν είναιδηλαδή ψυχολογική διάθεση ή παθολογική ασθένεια αλλά φιλοσοφημένη στάση ζωής.  Ο ποιητής είναι ο πρώτος που γνωρίζει ότι η τέχνη εξακολουθεί να καλύπτει τα κενά που δημιουργεί η φθαρμένη ζωή γιατί είναι μέρος της μοίρας του να βιώνει με έναν πρωτοποριακό τρόπο την απώλεια και τον πόνο. Ίσως γι’ αυτό ο σπουδαίος νεοελληνιστής θεωρητικός και καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιου του Μίσιγκαν Βασίλης Λαμπρόπουλος έχει κατατάξει τη γενιά μου-ναι εξακολουθώ να πιστεύω σε αυτόν τον όρο κόντρα στην κατεστημένη απόρριψη που του έδωσαν οι νεοορθόδοξες αφηγήσεις- σε αυτό που ονομάζει ως Γενιά της Αριστερής Μελαγχολίας.
            Ναι είμαστε εκείνοι που ξεκινήσαμε το γέλιο στην Ελλάδα της Φούσκας για να τελειώσουμε το κλάμα στην Ελλάδα της Κρίσης!
            Ναι είμαστε εκείνοι που μπορούμε και αντέχουμε τον ζόφο των μνημονίων γιατί ξέρουμε να μιλάμε πολλές γλώσσες!
            Ναι είμαστε εκείνοι που η ανερμήνευτη τυχαιότητα του χάους βάζει τα πράγματα στις λέξεις μας!

            Ίσως γι αυτό έχουμε χαρακτηριστεί ως οι ποιητές της μετά-κρίσης. Η μετουσίωση της απώλειας για αυτό που δεν έρχεται και που μάλλον δεν θα έρθει· ναι την ουτοπία, ας μην ντρεπόμαστε να λέμε αυτή την υπέροχη λέξη όσο πιο συχνά μπορούμε, λαμβάνει χώρα στην περίπτωση μας με λέξεις.
Λέξεις που δεν αγαπούν την ομοιοκαταλήξια, αλλά προσπαθούν να βρουν το χαμένο νόημα τους ενώνοντας και πάλι τα σημεία με τα πράγματα.
Λέξεις ξεχασμένες από την καθημερινή βαρβαρότητα, αλλά μαθημένες να μιλάνε στις καρδιές.
            Υπό αυτό το πρίσμα, οι λέξεις μου  προσπαθούν να γίνουν μικρές νησίδες ελευθερίας και αυτονομίας μέσα στα μεταμοντέρνα φρούρια της κυρίαρχης πραγματικότητας.
            Η θεματολογία μου επιχειρεί να είναι επίκαιρη και ανεπίκαιρη ταυτόχρονα. Ανακτά με αυτή τη διαλεκτική επιλογή το ρήγμα που υπάρχει ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό στοιχείο, ανάμεσα στη μοναξιά του ποιητή και στην καθολικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Είναι ο μοναδικός τρόπος κατά τον οποίο ο ποιητής έχει τη δυνατότητα να βλέπει μέσα από τα μάτια των άλλων.
            Άλλωστε αν διαφοροποιεί κάτι την Ποίηση από τις υπόλοιπες μορφές του έντεχνου γραπτού λόγου, αυτό είναι το ανολοκλήρωτο της υπόστασης της. Μπορεί εμείς οι ποιητές να λέμε ότι τελεία, το ποίημα τελειώνει εδώ, αλλά κατά βάθος γνωρίζουμε ότι κάθε ποίημα έχει ανοικτούς λογαριασμούς με το άπειρο.
Κλείνοντας θέλω να πω ότι πάντοτε θα προσπαθώ να καταλάβω την ποίηση. Θα σπάζω τα μούτρα μου σαν άπειρος άντρας μπροστά στον μυστικό του έρωτα, κάθε που θα κάνω το σφάλμα να εκλογικεύω το ανερμήνευτο της περιεχόμενο. Το σφάλμα της σύνθεσης και η άκρη του ουρανού. Σημεία στίξης σε απεγνωσμένα βλέμματα. Όσο θα προσπαθώ να μάθω, και αν θέλετε να καταφέρω επιτέλους να γίνω ο εαυτός μου, θα γράφω ποιήματα που θα θυμίζουν λοκομοτίβες παρκαρισμένες στα μουσεία της φθαρμένης ζωής







Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Αναγνώσεις: Μπλε Άσπρο Μαύρο

από τον Πάνο Ιωαννίδη


Αν δεχτούμε ότι υπάρχει μια λογοτεχνία του υποθετικού, μια λογοτεχνία δηλαδή που καταγράφει και ερευνά μέσα από τις μορφές και τα περιεχόμενα της, μια υποθετική μα κοντινή συνάμα στην κυρίαρχη κατάσταση των πραγμάτων, τότε το μυθιστόρημα του Karim Amelllal με τον εύγλωττο τίτλο Μπλε Άσπρο Μαύρο (Πόλις, Μιχάλης Μητσός), είναι αντιπροσωπευτικό του είδους. Και γράφω του είδους, με δεδομένο, ότι αν-επαναλαμβάνω- υπάρχει κάτι τέτοιο, η ιστορία που εκτυλίσσεται στις πυκνές σελίδες του, είναι τόσο κοντινή, όσο και το γεγονός ότι η Γηραιά Ήπειρος μας βρίσκεται σε μια εκτεταμένη ιστορική κλιμακτήριο.
            Ας δούμε την υπόθεση: Βρισκόμαστε στη Γαλλία του σήμερα, λίγο καιρό πριν από τις προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για την άνοιξη του 2017. Όλα δείχνουν ότι το ακροδεξιό φασιστικό Εθνικό Κόμμα πρόκειται να κερδίσει τις εκλογές και καταλάβει την εξουσία της ‘Ε Γαλλικής Δημοκρατίας. Και όλα βαίνουν καλώς, καθώς το εκλογικό σώμα δεν δείχνει ιδιαίτερα ενοχλημένο από την επερχόμενη φάση στην οποία πρόκειται να εισέλθει η Γαλλία. Αντιθέτως, με δεδομένες τις συχνές επιθέσεις των τζιχαντιστών, ο πληθυσμός αρχίζει να δέχεται την αρχή, ότι κάποιος επιτέλους πρέπει να βάλει μια τάξη σε όλο αυτό το πράγμα.
            Όλα αυτά τα μαθαίνουμε από τον αφηγητή, έναν Γάλλο αλγερινής καταγωγής, μετανάστη δεύτερης γενιάς επί της ουσίας, ο οποίος απασχολείται στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Συγκεκριμένα είναι υψηλόβαθμο στέλεχος σε μια επενδυτική τράπεζα, από αυτές που τα δυτικά κράτη χρηματοδότησαν για καλμάρουν την κρίση, εξοντώνοντας περαιτέρω τους λαούς. Με άλλα λόγια, ο αφηγητής μας είναι ένας πετυχημένος νέος με λαμπρό μέλλον, υπό την έννοια ότι κατάφερε να πραγματοποιήσει με ιδιαίτερη επιτυχία τη μετακίνηση από τα φτωχά προάστια προς το κέντρο του Παρισιού. Είναι ένα golden boy, συζεί με μια σπουδαία επιστημόνισσα και ούλτρα προοδευτική Γαλλίδα που απασχολείται ως ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο, ενώ το μελαψό του χρώμα δεν είναι εμπόδιο στη δουλεία του καθώς φέρνει μπόλικα χρήματα, μέρα με τη μέρα, συναλλαγή με τη συναλλαγή στην τράπεζα.
            Το βασικό εύρημα του συγγραφέα είναι αυτό κατά την άποψη μου. Ότι ρίχνει έναν pied noir στο κέντρο της νεοφιλελεύθερης δυτικής κουλτούρας, και με αυτή την επιλογή του καταφέρνει, μέσα από τη λογοτεχνία του υποθετικού, να μας δείξει περίτρανα το μέγεθος του ευρωπαϊκού προβλήματος. Γιατί ο αφηγητής σκέφτεται και ζει όπως ο μέσος Ευρωπαίος μεσοαστός: αν γίνει κάτι και η καθημερινότητα του δεν πληγεί, δεν έχει λόγο να ανησυχεί. Έτσι και ο φίλος μας, εκφράζει μεν τις ενστάσεις του για το επερχόμενο ακροδεξιό modus operandi, αλλά δεν πιστεύει ότι θα αλλάξουν και πολλά λόγω της επικράτησης του.
            Μέχρι που οι εκλογές γίνονται και οι ακροδεξιοί του Εθνικού Κόμματος, όπως το ονομάζει ο συγγραφέας, θριαμβεύουν. Και τότε μέρα με τη μέρα, το κράτος μετασχηματίζεται από δημοκρατικό σε φασιστικό, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να κινδυνεύουν οι γονείς του αφηγητή, από τα νέα μέτρα που διώκουν όποιους δεν είναι Γάλλοι στην καταγωγή, όπως μια σειρά από μη αποδεκτούς πολίτες (κομμουνιστές, αντιφρονούντες, ομοφυλόφιλοι, ΑΜΕΑ, ψυχασθενείς κ.οκ.). Ωστόσο το παράδοξο είναι- και εδώ πρόκειται για μια ακόμη ευστοχία του συγγραφέα- ότι το φασιστικό καθεστώς δεν πειράζει καθόλου μα καθόλου τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές δομές.
            Με όλα αυτά να θυμίζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ήρωας μας αποφασίσει να αναλάβει δράση. Έρχεται σε επαφή με μια ομάδα-από τις πολλές-αντιστασιακών- και τα βάζει με αυτό τον παράξενο μα τόσο καθημερινό νεοφιλελεύθερο φασισμό. Η λογοτεχνία του υποθετικού κερδίζει το στοίχημα, καθώς μας δείχνει, πως ως συνήθως, η λύση θα έρθει από τις πρωτοπορίες και τους παρίες της κοινωνίας. 

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Αναγνώσεις: Σκοτεινή Αλήθεια

από τον Πάνο Ιωαννίδη

Κάθε απουσία προκαλεί ως γνωστόν ένα κενό. Η απουσία ενός παιδιού, λόγω της εξαφάνισης του, δημιουργεί στην οικογένεια του έναν αδυσώπητο πόνο. Η πληγή που ανοίγει μπορεί να καλυφθεί, όπως εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό, με την εύρεση του και την επανένωση με την οικογένεια. Κάθε άλλη λύση, όχι μόνο δεν κλείνει την πληγή, αλλά την ανοίγει ακόμα περισσότερο.
            Το μυθιστόρημα της Σάρα Λέβεσταμ, Σκοτεινή Αλήθεια (Ωκεανίδα, Παναγιώτα Πανταζή), έχει ως βασικό αντικείμενο τη μελέτη της αναζήτησης ενός μικρού κοριτσιού. Η όμορφη εξάχρονη Τζούλια , που ζει σύμφωνα με τον μύθο στην Στοκχόλμη έχει εξαφανιστεί, και η μητέρα της Περνίλα αναθέτει στον ερασιτέχνη ιδιωτικό ντετέκτιβ Κουπλάν να βρει την πιτσιρίκα. Ο Κουπλάν είναι ένας μετανάστης από το Ιράν και διαβιώνει στα όρια μεταξύ της νόμιμης και της παράτυπης αφομοίωσης στην σουηδική κοινωνία.
            Αυτό άλλωστε είναι και το πρώτο λογοτεχνικό εύρημα-ενός από τα πολλά- του ωραίου αυτού μυθιστορήματος. Ο Κουπλάν αρχίζει μια αργή και επίπονη αναζήτηση της μικρής κοπέλας, η οποία αναζήτηση σκίζει εντελώς τα σωθικά της μυθιστορηματικής αφήγησης. Όντας φτωχός και απόκληρος, παρόλο που έχει σπουδάσει ψυχολογία στη χώρα καταγωγής του, χρησιμοποιεί την προκαταβολή που πήρε από την μαμά της εξαφανισμένης μικρής για να ξεκινήσει την έρευνα του. Συναντά το μικρό περιβάλλον της οικογένειας προσπαθώντας να κατανοήσει να αίτια της εξαφάνισης που οδήγησαν στην απαγωγή της.
            Η αργόσυρτη αφήγηση επιχειρεί να δει σε ένα βαθμό το σουηδικό κοινωνικό μοντέλο από την ανάποδη, εστιάζοντας στους όρους με τους οποίους ασκείται η κοινωνική πολιτική για αυτά τα μέλη της κοινωνίας. Και σε σημαντικό βαθμό τα καταφέρνει. Σε έναν άλλο βαθμό, το noir μυθιστόρημα ολοκληρώνεται μέσω μιας ανατροπής που υφαίνεται όμορφα σε όλη την έκταση του, αλλά δεν προκαλεί την υποψία ακόμα και του έμπειρου αναγνώστη. Και αυτό το στοιχείο είναι τελικά που ενισχύει την λογοτεχνική αξία του πρώτου μυθιστορήματος της Σάρα Λέβεσταμ.

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Αναγνώσεις: Ιδού οι Ονειροπόλοι

Από τον Πάνο Ιωαννίδη


Είναι χαρά μεγάλη για καθέναν που γράφει, να βρίσκεται στις μέρες μας αντιμέτωπος με ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που υποστηρίζουν τον θάνατο του μυθιστορήματος, και που προσπαθούν να εδραιωθούν όπως τα φτηνιάρικα βιβλία που γράφονται δυστυχώς πλέον κατά κόρον, η χαρά αυτή γιγαντώνεται. Το Ιδού οι Ονειροπόλοι (Κέδρος, Αργυρώ Μαντόγλου), πρώτο μυθιστόρημα της Καμερουνέζας στην καταγωγή, και κατοίκου των Η.Π.Α. Impolo Mbue που έλαβε το βραβείο PEN-FAULKNER συνιστά μια τέτοια περίπτωση.
            Η ιστορία είναι απλή. Ένας μετανάστης από το Καμερούν, ο πολύ συμπαθής και λογικός Γιέντε, φτάνει στις Η.Π.Α. αφήνοντας στην πατρίδα του γυναίκα και παιδί, με σκοπό να κατακτήσει το αμερικάνικο όνειρο, που στην περίπτωση του είναι αρχικά η λήψη του ασύλου και μακροπρόθεσμα ένα αμερικανικό διαβατήριο. Καθώς είναι εργατικός και τίμιος, και καταλαβαίνει γρήγορα την σημασία της κοινωνικής δικτύωσης στην καπιταλιστική ευημερία, καταφέρνει να φέρει στις Η.Π.Α. την σύντροφο του Νένι και τον μικρό τους Λίομι. Έχοντας αφήσει την κουραστική δουλειά του οδηγού ταξί στο Χάρλεμ, για να γίνει ο αποκλειστικός οδηγός ενός μαγαλοχρηματιστή της Γούλ Στριτ και στελέχους της Λίμαν Μπρόδερς, του Κλάρκ Έντουαρτς και της οικογένειας του, μπορεί πλέον να ζει καλύτερα και να ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο για την οικογένεια του.
      Όλα πάνε καλά μέχρι που η Λίμαν Μπρόδερς καταρρέει και χρεοκοπεί. Ως απόρροια δεν ταράζεται συθέμελα μόνο η αμερικανική οικονομία, αλλά και η οικογένεια του χρηματιστή, του οποίου τα άπλυτα βγαίνουν στη φόρα. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Γιέντε γίνεται το εξιλαστήριο θύμα όλα αυτών των διαταραχών.
          Το μυθιστόρημα παρακολουθεί παράλληλα τις δύο οικογένειες, την αμερικανική μεγαλοαστική οικογένεια και την οικογένεια των φτωχών μεταναστών. Η αφήγηση είναι λιτή κινούμενη σε χαμηλούς τόνους, οι παρομοιώσεις είναι λίγες, οι μεταφορές ακόμα λιγότερες, οι μετωνυμίες σπανίζουν. Ωστόσο- και αυτό είναι το μεγάλο κατόρθωμα του- καταφέρει να πιάσει τον παλμό της κρίσης που βιώνει ο δυτικός κόσμος, μέσα από τον ισχυρότερο κοινωνικό σχηματισμό του: αυτόν της πυρηνικής οικογένειας, μπλέκοντας όμορφα το προσωπικό με το κοινωνικό. 
            Η λογοτεχνική ισορροπία που επιλέγει η Impolo Mbue για το τέλος της ιστορίας της δείχνει και το μέγεθος της πράας αφηγηματικής ευφυΐας της. Όλοι οι ήρωες και όλες οι ηρωίδες του βιβλίου, βρίσκονται μεν εκεί που μάλλον ανήκουν, αλλά έχουν αφήσει ένα κομμάτι τους κάπου αλλού. 

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Αναγνώσεις : Η Απόπειρα

Από τον Πάνο Ιωαννίδη


Αν κάτι με χαροποιεί, όταν διαβάζω καλά βιβλία συναδέλφων, είναι πως το νεοελληνικό noir, δεν είναι μια αόριστη έννοια που βασίζεται σε ευχολόγια και όνειρα μιας ντόπιας συγγραφικής μειονότητας, αλλά συνιστά μια δυναμική συνιστώσα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ανεξαρτήτως, αν ένα μυθιστόρημα έχει επιρροές από τη μεσογειακή, την αγγλοσαξονική ή/και την σκανδιναβική σχολή, η πληθώρα ποιοτικών μυθιστορημάτων ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας που εκδίδεται, μας δίνει πλέον το δικαίωμα, αλλά και τη χαρά να μιλάμε πλέον με περηφάνια για αυτά που διαβάζουμε.
 Το μυθιστόρημα Η Απόπειρα, της Μιμής Φιλιππίδη-Θεοχάρη, από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, μπορεί με ευκολία να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Και αυτό συμβαίνει κατά την άποψη μου, όχι μόνο γιατί υπηρετεί με λογοτεχνική ευλάβεια τη διαλεκτική πορεία ενός whodunit μυθιστορήματος, αλλά διότι επιπροσθέτως, καταφέρνει να προβληματίσει για τα καλά τον αναγνώστη. Με άλλα λόγια, όχι μόνο κρατιόμαστε άγρυπνοι μέχρι την τελευταία σελίδα, αλλά η σχέση ανάμεσα στη φόρμα και στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος, είναι αυτή που μας κάνει να σκεφτούμε αρκετά πράγματα που μας περιβάλλουν και που φυσικά συνδέονται με την πρόζα της συγγραφέως.
Η υπόθεση σχετικά απλή: Μια γυναικοπαρέα συγκεντρώνεται για ένα διήμερο στο εξοχικό ενός μεγαλογιατρού, του Τάκη Σιδέρη το οποίο βρίσκεται σε ένα πανέμορφο ορεινό χωριό του νομού Δράμας, τον Γρανίτη. Σκοπός της φεμινιστικής συγκέντρωσης, που λαμβάνει χώρα εντελώς ειρωνικά στις 14 Φεβρουαρίου, ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου ως γνωστόν, είναι να μιλήσουν και να ανταλλάξουν εμπειρίες για τον έρωτα.  Όλες οι παριστάμενες συνδέονται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο με τον γιατρό, δηλαδή με τον πατριάρχη άντρα. Έχουμε λοιπόν, την πρώην σύζυγο, έναν νεανικό έρωτα, τη πρώην νύφη του- πρώην σύζυγο του γιού του, μια πρώην ασθενή και την ψυχολόγο-οργανώτρια του διημέρου με την οποία ο γιατρός είχε κάποτε μια σύντομη περιπέτεια. Μέχρι που σε κάποια φάση, μετά από ένα πρώτο γλέντι ο γιατρός γλιστράει σε ένα χαντάκι, έχοντας πιει αρκετά και πέφτει για να πεθάνει λίγο αργότερα από εσωτερική αιμορραγία. Και ενώ η κηδεία του γιατρού ολοκληρώνεται με την καύση του στη γειτονική Βουλγαρία, ο μόνος που δεν δέχεται την εκδοχή του ατυχήματος είναι ο δαιμόνιος αστυνόμος Ανέστης Μισιρλής που κατοικοεδρεύει στο γειτονικό Κάτω Νευροκόπι Δράμας και έχει κάνει αισθητή την παρουσία του και σε άλλα μυθιστορήματα της Φιλιππίδη-Θεοχάρη.
Η Μιμή Φιλιππίδη-Θεοχάρη διαχειρίζεται με σύνεση το θέμα της, δίχως να πλατειάζει επί αυτού. Αντιθέτως ανοίγει την αφήγηση για να σχολιάσει κυκλοτερώς θέματα που συνδέονται με το κυρίως θέμα του βιβλίου· φοβερή η σκηνή με τους ηλικιωμένους άντρες της τοπικής μουσικής μπάντας που κάνει πρόβα μέσα στο παγωμένο αστυνομικό τμήμα του Κάτω Νευροκοπίου. Βάζει στο στόχαστρο τον σύγχρονο άντρα που εξακολουθεί να συμπεριφέρεται φαλλοκρατικά και τον περιγράφει όσο πιο δίκαια γίνεται. Τόσο ώστε να μας δείξει σε ένα ακόμη βιβλίο της, πως το φύλο ενός ανθρώπου δεν παύει να είναι και μια κοινωνική επιλογή.